μπάσι
(ουσ. ουδ.)
μπας̑
[baʃ]
Ουλαγ.
πασ̑ί
[paˈʃi]
Ανακ.
πάσ̑ι
[ˈpaʃi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. baş = κεφάλι.
Κεφάλι
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ιρέν [….] γκελ, τσικ, πασ̑ί, καρά
(Αυτός που ράβει, έλα, έβγα, κεφάλι, μαύρο˙ Σε λάχνισμα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κεφάλι