μπασιρτίζω
(ρ.)
Αόρ.
μπασίρτ'σα
[baˈsirtsa]
Αξ.
Πιθ. από το τουρκ. ρ başartmak = πετυχαίνω κάτι.
Πβ.
μπασαρντίζω
Μένω έγκυος
Συνών.
βαρυνίσκω :3, γγαστρώνω :2, φορτώνω :3
Τροποποιήθηκε: 28/10/2025