ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασλάτημα (ουσ. ουδ.) μπασ̑λάτημα [baʃˈlatima] Μαλακ. μπασλάιμα [basˈlaima] Μισθ. πασ̑λάτημα [paʃˈlatima] Φάρασ. Από το ρ. μπασλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αρχίνημα, ξεκίνημα ό.π.τ. : Οργούιου ντου μπασλάιμα (Το αρχίνημα της δουλειάς ) Μισθ. -Κοτσαν.