μπασλάτημα
(ουσ. ουδ.)
μπασ̑λάτημα
[baʃˈlatima]
Μαλακ.
μπασλάιμα
[basˈlaima]
Μισθ.
πασ̑λάτημα
[paʃˈlatima]
Φάρασ.
Από το ρ. μπασλαντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Αρχίνημα, ξεκίνημα
ό.π.τ.
:
Οργούιου ντου μπασλάιμα
(Το αρχίνημα της δουλειάς )
Μισθ.
-Κοτσαν.