ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπατζάκι (ουσ. ουδ.) μπατζ̑άχ' [baˈʤax] Μισθ., Σινασσ. πατσάι [paˈtsai] Μισθ., Τσαρικ. πατσ̑άχ̇ι [paˈtʃaxɯ] Φάρασ. Πληθ. μπατζάχ̇ια [baˈʤaxia] Μισθ. πατζ̑άχ̇ια [paˈʤaxia] Μισθ., Σινασσ. πατσ̑άχα [paˈtʃaxa] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. bacak = α) γάμπα β) πόδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. bacah.
1. Γάμπα ή μηρός Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ. : Να ψηχούν τα μπατζάχ̇ια τ’ (Να ζεσταθούν τα πόδια της) Μισθ. -Κωστ.Μ.
β. Πόδι Μισθ.
2. Μπατζάκι Μισθ. : Σώρουψι λίου σ̑αλβαριού ντα μπατζάχια (Μάζεψε λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού ) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Τα μαλλιά των προβάτων γύρω από τα πόδια και τον λαιμό Μισθ.