μπατζάκι
(ουσ. ουδ.)
μπατζ̑άχ'
[baˈʤax]
Μισθ., Σινασσ.
πατσάι
[paˈtsai]
Μισθ., Τσαρικ.
πατσ̑άχ̇ι
[paˈtʃaxɯ]
Φάρασ.
Πληθ.
μπατζάχ̇ια
[baˈʤaxia]
Μισθ.
πατζ̑άχ̇ια
[paˈʤaxia]
Μισθ., Σινασσ.
πατσ̑άχα
[paˈtʃaxa]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. bacak = α) γάμπα β) πόδι, όπου και διαλεκτ. τύπ. bacah.
1. Γάμπα ή μηρός
Αφσάρ., Μισθ., Σινασσ.
:
Να ψηχούν τα μπατζάχ̇ια τ’
(Να ζεσταθούν τα πόδια της)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
β.
Πόδι
Μισθ.
2. Μπατζάκι
Μισθ.
:
Σώρουψι λίου σ̑αλβαριού ντα μπατζάχια
(Μάζεψε λίγο τα μπατζάκια του παντελονιού )
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Τα μαλλιά των προβάτων γύρω από τα πόδια και τον λαιμό
Μισθ.