ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπατιρντίζω (ρ.) μπατι̂ρντίζου [batɯrˈdizu] Μισθ. μπατουρντίζου [baturˈdizu] Μισθ. μπατι̂ρτίζω [batɯrˈtizo] Μαλακ. μπατι̂ρντού [batɯrˈdu] Ουλαγ. πατουρντίζω [paturˈdizo] Αφσάρ. πατουρίζου [patuˈrizu] Φάρασ. πατουρντάω [paturˈdao] Φάρασ. πατουρντώ [paturʹdo] Σινασσ. πατουρώ [patuˈro] Ποτάμ. Αόρ. μπατίρ'σα [ba'tirsa] Αραβαν., Τροχ. πατι̂́ρ'σα [paʹtɯrsa] Φλογ. Υποτ. μπατιρντίεις [batɯr'dɯis] Τελμ. Μτχ. πατουρτημένου [paturtiˈmenu] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. batırmak = α) βυθίζω β) υβρίζω γ) ζημιώνω δ) καταστρέφω, όπου και διαλεκτ. τύπ. baturmak (THADS, λ. baturmak II).
1. Βυθίζω Μαλακ., Ουλαγ. : Μπατίρ'σεν ντo ντο λερό (Τον βύθισε στο νερό) Ουλαγ. -Κεσ.
2. Λερώνω Μισθ., Φλογ. : Τ' απάνω τ΄ πατι̂́ρ'σεν τα (Λερώθηκε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να μη μπατουρντίσ'νι ντα νυφάις ντα νταχτύλια τ'νι (Να μη λερώσουν οι γυναίκες τα δάχτυλά τους) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. βουτώ, κιρλεντώ, μαγαρίζω, πισλετίζω, ρυπώνω, ρυπιάνω
β. Βεβηλώνω, μαγαρίζω Μισθ. : Μπατούρ'σιν νεκκλησιά (Βεβήλωσε την εκκλησία ) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Καταστρέφω Μαλακ., Σινασσ., Τροχ. : Ύστερα πάτ'σαν το τα τσετέια, Ντελιμπάς, μπατίρ'σαν το (Ύστερα (το χωριό) το πάτησαν οι τσέτες, οι Ντελιμπάς, το κατέστρεψαν) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. κατελώ, μποζντώ, χαλάνω
β. Ζημιώνω, ξοδεύω αλόγιστα Ουλαγ. : Mπατίρ'σα πολλά παράϊα (Ζημίωσα πολλά λεφτά ) Ουλαγ. -Κεσ. Μπατούρ'σα τα παράια μ' (Σπατάλησα τα λεφτά μου ) Μισθ. -Κοτσαν.