μπατιρντίζω
(ρ.)
μπατι̂ρντίζου
[batɯrˈdizu]
Μισθ.
μπατουρντίζου
[baturˈdizu]
Μισθ.
μπατι̂ρτίζω
[batɯrˈtizo]
Μαλακ.
μπατι̂ρντού
[batɯrˈdu]
Ουλαγ.
πατουρντίζω
[paturˈdizo]
Αφσάρ.
πατουρίζου
[patuˈrizu]
Φάρασ.
πατουρντάω
[paturˈdao]
Φάρασ.
πατουρντώ
[paturʹdo]
Σινασσ.
πατουρώ
[patuˈro]
Ποτάμ.
Αόρ.
μπατίρ'σα
[ba'tirsa]
Αραβαν., Τροχ.
πατι̂́ρ'σα
[paʹtɯrsa]
Φλογ.
Υποτ.
μπατιρντίεις
[batɯr'dɯis]
Τελμ.
Μτχ.
πατουρτημένου
[paturtiˈmenu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. batırmak = α) βυθίζω β) υβρίζω γ) ζημιώνω δ) καταστρέφω, όπου και διαλεκτ. τύπ. baturmak (THADS, λ. baturmak II).
1. Βυθίζω
Μαλακ., Ουλαγ.
:
Μπατίρ'σεν ντo ντο λερό
(Τον βύθισε στο νερό)
Ουλαγ.
-Κεσ.
2. Λερώνω
Μισθ., Φλογ.
:
Τ' απάνω τ΄ πατι̂́ρ'σεν τα
(Λερώθηκε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να μη μπατουρντίσ'νι ντα νυφάις ντα νταχτύλια τ'νι
(Να μη λερώσουν οι γυναίκες τα δάχτυλά τους)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
βουτώ, κιρλεντώ, μαγαρίζω, πισλετίζω, ρυπώνω, ρυπιάνω
β.
Βεβηλώνω, μαγαρίζω
Μισθ.
:
Μπατούρ'σιν νεκκλησιά
(Βεβήλωσε την εκκλησία
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Καταστρέφω
Μαλακ., Σινασσ., Τροχ.
:
Ύστερα πάτ'σαν το τα τσετέια, Ντελιμπάς, μπατίρ'σαν το
(Ύστερα (το χωριό) το πάτησαν οι τσέτες, οι Ντελιμπάς, το κατέστρεψαν)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
κατελώ, μποζντώ, χαλάνω
β.
Ζημιώνω, ξοδεύω αλόγιστα
Ουλαγ.
:
Mπατίρ'σα πολλά παράϊα
(Ζημίωσα πολλά λεφτά
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μπατούρ'σα τα παράια μ'
(Σπατάλησα τα λεφτά μου
)
Μισθ.
-Κοτσαν.