μπαχάρι (III)
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
μπαχάρια
[baˈxarʝa]
Μισθ.
Από το ουσ. πάχος και το παραγωγ. επίθμ. -άρι, με ηχηροπ. του αρκτ. συμφώνου. Η λ. και Στερελλ.
Παχύ πρόβατο για σφάξιμο
:
Ντου τελευταίο απ' του κοπάδ' λέω που μνίσκει πίσω ιμείς τα λέμε μπαχάρια
(Το τελευταίο από το κοπάδι λέω που μένει πίσω εμείς τα λέμε παχάρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ