ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαχάρι (III) (ουσ. ουδ.) Πληθ. μπαχάρια [baˈxarʝa] Μισθ. Από το ουσ. πάχος και το παραγωγ. επίθμ. -άρι, με ηχηροπ. του αρκτ. συμφώνου. Η λ. και Στερελλ.
Παχύ πρόβατο για σφάξιμο : Ντου τελευταίο απ' του κοπάδ' λέω που μνίσκει πίσω ιμείς τα λέμε μπαχάρια (Το τελευταίο από το κοπάδι λέω που μένει πίσω εμείς τα λέμε παχάρια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ