μπεγεντίζω
(ρ.)
μπεγενdίζω
[beʝenˈdizo]
Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
μπεγιανdίζω
[beʝanˈdizo]
Φλογ.
μπαγανdίζω
[baɣanˈdizo]
Ανακ., Μαλακ.
πουκανdίζου
[pukanˈdizu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
πουκανdιέζω
[pukandiˈezo]
Φάρασ.
πουκανdι-έω
[pukandiˈeo]
Αφσάρ.
ποενdίζω
[poenˈdizo]
Φάρασ.
πα̈α̈ντίζω
[pæænˈdizo]
Αφσάρ.
πεγενdώ
[peʝenˈdo]
Φλογ.
παγανdώ
[paɣanˈdo]
Σίλ., Φλογ.
Αόρ.
μπεγέντ'σα
[beʹʝendsa]
Μαλακ.
μπαγάντ’σα
[baʹɣandsa]
Ανακ., Μαλακ.
μπεάνd'σα
[beˈandsa]
Μισθ.
παγένdισα
[paˈʝendisa]
Σινασσ.
παγάνdησα
[paˈɣandisa]
Δίλ., Σίλ.
μπαγάντσισα
[baˈɣantsisa]
Σίλ.
Υποτ.
μπεγενdίσω
[beʝenˈdiso]
Αραβαν.
Προστ.
μπεγέν'σε
[beˈʝense]
Αραβαν.
Νεότ. ρ. μπεγεντίζω (Mackridge 2021: 40), το οπ. από το τουρκ. ρ. beğenmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. böğenmek και bäyänmäk = α) μου αρέσει β) εγκρίνω γ) επιλέγω. Πβ. ποντ. πεγενεύκουμαι = μου αρέσει.
1. Μου αρέσει κάποιος/κάτι, γουστάρω κάποιον
ό.π.τ.
:
Τσ̑α μιά χοσ̑άσσα κόρη, τα γιανάχ̇ια τσης μοιάζουσ̑ι ινγκιάν τα μήλα, ρεν τσην παγαντώ μι;
(Μια τόσο όμορφη κοπέλα, τα μάγουλά της μοιάζουν σαν τα μήλα, να μη την γουστάρω;)
Σίλ.
-Συλλ.
E, ντεμέκ κι εμένα παγάνdησες
(Ε, φαίνεται ότι σου άρεσα κι εγώ)
Σίλ.
-Συλλ.
Φάτε γιαβρουλάριμ, φάτε κουζουλάριμ· γιατ’ δεν εφάετε; δεν παγαντέτ' μι;
(Φάτε παιδάκια μου, φάτε αρνάκια μου· γιατί δεν φάγατε; δεν σας αρέσει;)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
Πολύ μπαγάντσισιν τα κο μας Κοκώνα
(Πολύ άρεσαν στην Κοκώνα μας)
Σίλ.
-Καρίπ.
Καλά ας τραγουδούμε καλά να μας πεγιαντίσουν
(Ας τραγουδήσουμε καλά για να τους αρέσουμε πολύ)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ190α
Εσείς αφού το μπαγάντ’σετε το κορίτσ̑’, να το σ̑ημαδέψιτε
(Αφού άρεσε σ’ εσάς το κορίτσι, να κάνετε τον αρραβώνα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Πεγέν'σα ένα κορίτσ', είπα τα χέμεν σο ζάζα μ'
(Μου άρεσε ένα κορίτσι, το είπα αμέσως στη θεία μου)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Ντου μπεάνd'σις εκείνου δου ιντσάνο
(Σου άρεσε εκείνος ο άνθρωπος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αν κορ'τσόκκου χετς τσ̑ο πουκαντίσκιν τα ατό το ατέτι
(Σε ένα κορίτσι δεν άρεσε καθόλου αυτό το έθιμο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Έκλωσα πάνω 'ν Ανατολή, και ήρτα κάτω ση Δύση,
ηύρα κόρη, παγένdισα, παπά κόρην επήρα (Τριγύρισα πάνω στην Ανατολή, και ήρθα κάτω στη Δύση,
βρήκα κόρη, μου άρεσε, κόρη παπά παντρεύτηκα) Σινασσ. -Lag. Έκλουσα χωριά-ν-έκλουσα,
κανένα δεν παγάντησα, παπά κόρη παγάντησα ((Γύρισα χωριά, γύρισα,
καμία δεν μου άρεσε, κόρη παπά μου άρεσε)) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ171
ηύρα κόρη, παγένdισα, παπά κόρην επήρα (Τριγύρισα πάνω στην Ανατολή, και ήρθα κάτω στη Δύση,
βρήκα κόρη, μου άρεσε, κόρη παπά παντρεύτηκα) Σινασσ. -Lag. Έκλουσα χωριά-ν-έκλουσα,
κανένα δεν παγάντησα, παπά κόρη παγάντησα ((Γύρισα χωριά, γύρισα,
καμία δεν μου άρεσε, κόρη παπά μου άρεσε)) Δίλ. -ΚΜΣ-ΚΠ171
2. Επιλέγω
Αραβαν., Φλογ.
:
Έχω ένα σϋρΰ καμήλια. Αζ μπεγενdίσ̑' κι ας πάρ'
(Έχω ένα κοπάδι καμήλες. Ας διαλέξει κι ας πάρει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ξεύρεις το μ' τσ̑ι λέω; Να σε π'κώ νύφ'· μπεγένσε ένα παλληκάρ' […] ό,τσ̑ινα g'ρεύεις
(Ξέρεις τι λέω; Να σε παντρέψω· διάλεξε ένα παλληκάρι, όποιο θέλεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τα παλληκάρα αναβαίνουν χαβλουδιού τα τουβάρα απάνω και κά’ντε και σάν’νε σεγίρ’ να μπεγεντίσ̑’νε τα πεκιάρα σεμαδεμένια
(Τα παλληκάρια ανεβαίνουν στους τοίχους της αυλής και κάθονται και παρατηρούν (ενν. τις κοπέλες που χορεύουν) για να διαλέξουν οι ανύπαντροι αρραβωνιαστικές)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811