βγάλλω
(ρ.)
βγάλλω
[ˈvɣalo]
Ανακ., Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
βγάλλου
[ˈvɣalu]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ.
βγκάλλω
[ˈvgalo]
Ουλαγ., Φάρασ.
βκάλλω
[ˈvkalo]
Φάρασ.
βγάλνου
[ˈvɣalnu]
Σίλ.
βγάζου
[ˈvɣazu]
Σίλ.
βγαλλίζω
[vɣaˈlizo]
Μαλακ.
βγαλλίσκω
[vɣaˈlisko]
Σινασσ., Τελμ.
βγαλλίσ̑κω
[vɣaˈliʃko]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Φλογ.
βγαλλαίνω
[vɣaˈleno]
Φάρασ.
βκαλλαίνω
[vkaˈleno]
Φάρασ.
βκαλλαίνου
[vkaˈlenu]
Φάρασ.
βγκαλλαίνου
[vgaˈlenu]
Τσουχούρ.
βγκαλλύνω
[vgaˈlino]
Φάρασ., Φκόσ.
ξεβάννου
[kseˈvanu]
Σίλ.
ξεβαίνου
[kseˈvenu]
Σίλ.
Παρατατ.
βγάλλισ̑κα
[ˈvɣaliʃka]
Αξ., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
βγάλλιξα
[ˈvɣaliksa]
Μισθ.
φκαγώνκα
[fkaˈɣonka]
Φάρασ.
'γκαλίνκα
[gaˈlinka]
Φάρασ.
Αόρ.
έβγκαα
[ˈevgaa]
Τσουχούρ.
εξέβαλα
[eˈksevala]
Τελμ.
ξέβαλα
[ˈksevala]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
ξέβασα
[ˈksevasa]
Σίλ.
Μτχ.
βγαλημένο
[vɣaliˈmeno]
Ουλαγ.
βκαλμένο
[vkalˈmeno]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ἐβγάλλω (< αρχ. ἐκβἀλλω). Οι τύπ. σε -ίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. βγαλλ- και το επίθμ. -ίσκω. Ο τύποι σε -αίνω από τον αόρ. ἔβγαλα του ρ. βγάλλω κατά το αντίστροφο σχήμα: ἔμαθα-μαθαίνω, ἔπαθα-παθαίνω. Ο τύπ. βγκαλλύνω αναλογ. προς άλλα ρ. -ύνω. Oι τύπ. ξεβάννου (πιθ. με αφομ. από *ξεβγάλνου), ξεβαίνου αναλογ. από τον αόρ.
1. Βγάζω, εξάγω
ό.π.τ.
:
Βγάλλου οπ' του ψωμί οπ' του φούρνου
(Βγάζω το ψωμί απ' τον φούρνο)
Σίλ.
-Κωστ.Μ.
Ντου ντάβ' κουρτά δου απ' του στόμα, βγάλλ' δου απ' του γκώλου τ'
(Ο δράκος τον καταπίνει από το στόμα, τον βγάζει από τον κώλο του)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Bγάλν̑ει ούλα του τα ρόνdζ̑ια
(Bγάζει όλα του τα δόντια)
Σίλ.
-Dawk.
Ξέβαλ' ντου τσακμάχ' σ' να γήψουμ' νισ̑ά
(Βγάλε τον αναπτήρα σου να ανάψουμε φωτιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Εμάς ξέβαλά μας 'σ' σα σκολειούς, ξέβαλά μας ασ' σα σπίτια μας και σέμαν Τούρκα
(Εμάς μας έβγαλαν από τα σχολεία, μας έβγαλαν από τα σπίτια μας, και μπήκαν Τούρκοι)
Ανακ.
-Cost.
Αμά, να καdεβώ για, πάλ' να με βγάλεις
(Εντάξει, να κατέβω, αλλά να με βγάλεις πάλι έξω)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ασ' το ρίζα τουν βγαλλίσκω τα μήλα και τα βορ'κόκκια
(Από την ρίζα τους βγάζω τις μηλιές και τις βερικοκκιές)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Είχαν ένα σκυλί κονdά τ'νε, και ξέβαλαν τουκουνιαρού τα μάτια
(Είχαν και ένα σκυλί μαζί τους, και έβγαλαν εκεινού τα μάτια)
Σίλατ.
-Dawk.
Έβκαλεν ’πο 'πέσου 'σ' το ντουλάπι αν τσίκκιν
(Έβγαλε μέσα από το ντουλάπι ένα τόξο)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Είχιν ντου τσ̑αού σου παπούτσ̑', ξέβαλι ξέβαλι ντα μάρκα τσι πλήρουσι
(Τα είχε εκειμέσα στο παπούτσι, έβγαλε, έβγαλε τα μάρκα και πλήρωσε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Bγἀλλω ασ' στράτα
(Βγάζω από τον (σωστό) δρόμο˙ ξελογιάζω, παρασέρνω κάποιον)
Αξ.
-Μαυροχ.
Βκαλλαίνου 'σ' ση στράτα
(Βγάζω από τον δρόμο˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Βκαλλαίνεις τα 'σ' το μυτί μου
(Μου το βγάζεις από την μύτη˙ δεν με αφήνεις να το ευχαριστηθώ)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Βγαλλίσ̑κω ασ' το κιφάλ'
(Βγάζω από το κεφάλι˙ ξεμυαλίζω· πβ. τουρκ. φρ. <em>baştan çıkarmak</em>)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Βκαλλαίνου χουμάδα
(Βγάζω μπελά˙ δημιουργώ φασαρία, πρόβλημα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Έβγαλ' ας το 'φτσ̑ί σ' τα bαμbάκια
(Βγάλε από το αφτί σου τα βαμβάκια˙ Άκου προσεκτικά)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το τσ̑ιβί βγαλλίσ̑κει το τσ̑ιβί
(Το καρφί βγάζει το καρφί˙ οι εχθρικές ενέργειες αντιμετωπίζονται με όμοιες αντιδράσεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Η τσίπα βγκαλλύνει τη τσίπα
(Το παλούκι βγάζει το παλούκι˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
qυλκύ qλώσσα βγαλλίσ̑κει το φίδ' ασ' σο τυρπί
(Η γλυκειά γλώσσα βγάζει το φίδι από την τρύπα˙ η πειθώ είναι πιο αποτελεσματική από την βία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντίλεψε το καργάς τα βγάλ' το μάτσ̑ι σ'
(Θρέψε την κάργια να βγάλει το μάτι σου˙ Κάνε καλό να βρεις κακό)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
βγαλλώνω, οϊντώ
β.
Αφαιρώ
ό.π.τ.
:
Νύφ' πάλε μαίνισ̑κεν απεσωνού το σπίτ', βγάλλισ̑κεν το εντερί τ' και φόρ'νεν το τολαμά τ'
(Η νύφη πάλι έμπαινε μέσα στο σπίτι, έβγαζε το αντερί της και φόραγε το ντουλαμά της
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Και ναίκα επήεν σο σπίτσ̑ι τσ̑ης, και ξέβαλεν τα κϋνΰρια τσ̑ης τα καβάδια, και φόρεσεν τα παλιά
(Και η γυναίκα πήγε στο σπίτι της, και έβγαλε τα καινούργια της καβάδια και φόρεσε τα παλιά
)
Σίλ.
-Dawk.
Ξέβαλα δα ούλα δα κουκούτσ̑α, ούλα δα τίδα, χέκα δου ομbρό τ', έφαϊ
(Τα έβγαλα όλα τα κουκούτσια, όλα τα τέτοια, το έβαλα μπροστά της, έφαγε
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Εδώ δεν έσ̑' ένα ουσία, δεν έσ̑' ένα νόστιμο· το βούτ'ρο βγάλλουν το
(Εδώ δεν έχει μιά ουσία (ενν. το γάλα), δεν έχει μιά νοστιμιά· το βούτυρο το αφαιρούν
)
Ανακ.
-Cost.
γ.
Ξεκρεμώ
Σίλ.
2. Αναφύω
Αραβαν., Σίλ., Φλογ.
:
Ξέβαλα ένα βούζονος
(Έβγαλα ένα σπυρί)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 404
Αν φας ένα σ̑ύκα, βγάλλεις ένα κέρατο· αν φας δύο, βγάλλεις δύο κέρατα
(Αν φας ένα σύκο, θα βγάλεις ένα κέρατο· αν φας δύο, θα βγάλεις δύο κέρατα)
Φλογ.
-Dawk.
Ξέβασ̑ι παλαγγουλάρια
(Έβγαλε μαγουλάδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα σ̑έι δε ξέβαλεν
(Δεν έβγαλε, δεν παρήγαγε τίποτα, ενν. το χωράφι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Να βγάλεις τα τέρτια
(Να βγάλεις αρρώστειες˙ αρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
3. Κάνω, πραγματοποιώ
Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Βγκάλλω το σταυρὀ μου
(Βγάζω τον σταυρό μου˙ Κάνω τον σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Βγάλλω ντο σταυρόσι μ'
(Βγάζω τον σταυρό μου˙ Κάνω τον σταυρό μου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Βγκάλλω την ευσ̑ή μου
(Βγάζω την ευχή μου˙ Κάνω την προσευχή μου)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Βκαλλαίνω την ευσ̑ή μου
(Βγάζω την ευχή μου˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Βγάλλου μπέσκι
(Βγάζω στοίχημα˙ Στοιχηματίζω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ισιάζω, κάμνω :2, κιλντώ, κρούω, ποίκω
4. Επιλέγω
Μισθ., Φάρασ.
:
Βγάλλιξαμ’ ένα τσοbάνου για ούλου χωριού ναέλ'
(Επιλέξαμε έναν τσοπάνο για όλο το κοπάδι του χωριού )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να σε βκάλουμ' σου χωρού τα 'ρνίθε τσ̑οbάνος
(Θα σε βάλουμε βοσκό για τις κότες του χωριού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έβκαλαν το 'ρκούδι μεχτάρη σο μενdζιλίσι
(Έβγαλαν την αρκούδα πρόεδρο στην συνέλευση)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ένα πατισ̑άχης είχιν ένα μπαιί· ξέβαλέν ντου πισ̑τικός
(Ένας βασιλιάς είχε ένα παιδί· το έβαλε βοσκό)
Μισθ.
-Dawk.
Συνών.
μπεγεντίζω
5. Προσφέρω
Τελμ.
:
|| Ασμ.
Μαυρογιάννη, βγάλε μας κρασί και κέρνα μας να πιούμε
Eγώ για τους οχταδέλφους πιθάρι δεν ανοίζω
Τελμ. -ΚΜΣ 63
Eγώ για τους οχταδέλφους πιθάρι δεν ανοίζω
Τελμ. -ΚΜΣ 63
6. Ανεβάζω
Σίλ.
:
Του νιαρό ξεβαίνου τα ντούμα
(Το νερό το ανεβάζω στην ταράτσα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
αναβάζω
7. Παράγω
Αξ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τροχ.
:
Ἐσ'κα ρώρεκα αβγά, να ριούμ' πόσα πουλιά σε βγάλει
(Ἐβαλα (στην κλώσσα) δώδεκα αβγἀ, να δούμε πόσα αβγἀ θα βγάλει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Έχουμ' ρυό πηγές, ξεβαίνουσ̑' νιαρό
(Έχουμε δύο πηγές, βγάζουν νερό)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ετά το τσ̑ι̂μπι̂́χ' να το σ̑τήξω εγιά κάτω σ̑τη χη, κι αν φυτρώσ̑' και βγάλ' φύλλα και ντώκ' σταφύλια, το νιέται νύφ' το κορίτσ' να το πάρουμ' εμείς
(Αυτή την κληματσίδα θα την φυτέψω εδώ κάτω στην γη, κι αν φυτρώσει και βγάλει φύλλα και δώσει σταφύλια, το κορίτσι που παντρεύεται θα το πάρουμε εμείς)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ξερικά νεγγιριώνις, βγάλλισ̑καμ' λία γαρπούσ̑α μικρά
(Άνυδρα μποστάνια, βγάζαμε λίγα καρπούζια μικρά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντουρβάνd'ζ̑αμ’ ντο, ξ̑υλιώνας ντουρβάν’, βγάλλισ̑καμ’ το βούτ’ρο και το είχαμ’ στην άκρη και τρώγαμ’
(Το χτυπούσαμε, σε ξύλινο δουρβάνι, βγάζαμε το βούτυρο και το αποθηκεύαμε και τρώγαμε)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Παροιμ.
Το καλό μεϊβά βγάλλει καλό γεμίσ'
(Το καλό δέντρο βγάζει καλούς καρπούς˙ για την σημασία της καταγωγής)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
σηκώνω
β.
Κερδίζω χρήματα
Σίλ.
:
Ξεβαίν̑ει πολλά παρά
(Κερδίζει πολλά χρήματα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.