βεζίρης
(ουσ. αρσ.)
βεζίρης
[veˈziris]
Φάρασ., Φλογ.
βεζίρ'
[veˈzir]
Αραβαν., Φάρασ., Φλογ.
Πληθ.
βεζίρια
[veˈzirʝa]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. βεζίρης, το οπ. από το τουρκ. vezir (< αραβ. wazīr) = α) βεζίρης, πρωθυπουργός β) υπουργός.
Βεζίρης, ανώτατος αξιωματούχος της οθωμανικής αυτοκρατορίας
ό.π.τ.
:
Το φσ̑άχ' ποίκαν ντο βασ̑ιλιός γκαι τ’ άλλο το μικρό αδελφό τ' ποίκαν ντο βεζίρης κονdά τ'
(Το παιδί το έκαναν βασιλιά, και τον άλλο τον μικρό αδελφό του τον έκαναν βεζίρη δίπλα του)
Φλογ.
-Dawk.
'ς ούλ-λα τα βεζίρια απάνω ήταν γκι ένα κονdό κονdό, αμά στο άκλι ντιαβολιού το μέγα ήτουν
(Σε όλους τους βεζίρηδες επικεφαλής ήταν ένας πολύ κοντός, αλλά στο μυαλό ήταν ο πιο δυνατός από τους διαβόλους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έψησε κ͑αφιάς, να πούνε ο βασιλός τσ̑αι ο βεζίρ'
(Έψησε καφέ, να πιούνε ο βασιλιάς και ο βεζίρης)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Σεμαδεύτα, 'ενόμουν βεζίρης· παρεδόθα, 'ενόμουν ρεζίλης
(Αρραβωνιάστηκα, έγινα βεζίρης· παντρεύτηκα, έγινα ρεζίλης˙ τον γαμπρό τον περιποιούνται και τον κολακεύουν όσο είναι ακόμα αρραβωνιασμένος, και αφού γίνει ο γάμος του φέρονται άσχημα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.