βγάλσιμο
(ουσ. ουδ.)
βγάλσ̑ιμο
[ˈvɣalʃimo]
Αραβαν., Γούρδ., Φλογ.
βγάλτσιμο
[ˈvɣaltsimo]
Αξ.
βγάλτσιμου
[ˈvgaltsimu]
Μισθ.
Aπό το θ. βγαλ- του ρ. βγάλλω καὶ τὀ παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Πβ. νεότ. ουσ. ἐβγάλσιμον.
2. Κάταγμα
Φλογ.