ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βγάλσιμο (ουσ. ουδ.) βγάλσ̑ιμο [ˈvɣalʃimo] Αραβαν., Γούρδ., Φλογ. βγάλτσιμο [ˈvɣaltsimo] Αξ. βγάλτσιμου [ˈvgaltsimu] Μισθ. Aπό το θ. βγαλ- του ρ. βγάλλω καὶ τὀ παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Πβ. νεότ. ουσ. ἐβγάλσιμον.
1. Εξαγωγή ό.π.τ. Συνών. βγάλμα
2. Κάταγμα Φλογ.