βδέλλα
(ουσ. θηλ.)
αβδέλλα
[aˈ vðela]
Σινασσ.
αβντέλλα
[aˈ vdela]
Σινασσ.
οβδέλλα
[οˈ vðela]
Σινασσ.
οβντέλλα
[οvˈdela]
Σινασσ.
Νεότ. ουσ. ἀβδέλλα, το οπ. από το αρχ. ουσ. βδέλλα με ανάπτ. προθετ. [a]. Ο τύπ. αβντέλλα με κλειστοπ. του [ð] > [d]. Και ο τύπ. οβδέλλα νεότ. (Mackridge 2021: 131), με ανάπτ. προθετ. ο- λόγω συνεκφ. με το ουδ. άρθρ. το.