βάψεμα
(ουσ. ουδ.)
βάψεμα
[ˈvapsema]
Φάρασ.
Από το ρ. βάφω (θ. αορ. βαψ-) και το παραγωγ. επιθμ.-μα.
Βάψιμο
Συνών.
βάμμα