βαχσώνας
(ουσ. αρσ.)
βαχσ̑ώνας
[vaxˈʃonas]
Μισθ.
Από το επίθ. βαχσί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πβ.
βαχσί
Πολύ ανόητος
Αντίθ
διάβολος, διάτανος :2, σαχίν :3
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025