βαχσώνας
(ουσ. αρσ.)
βαχσ̑ώνας
[vaxˈʃonas]
Μισθ.
Από το επίθ. βαχσί και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Πβ.
βαχσί :2
2. Ανόητος, βλάκας
Μισθ.
Συνών.
αβανάκος, Πβ.
βαχσώνας, Αντίθ
ακιλής, αντικάς :2, αχαμνός :3, κεσκίνι :2