ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

βγαίνω (ρ.) εγβαίνω [eɣˈveno] Ανακ. εβγαίνω [eˈvʝeno] Ανακ., Σινασσ. βγαίνω [ˈvʝenο] Αφσάρ., Κίσκ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. βγαίνου [ˈvʝenu] Μαλακ., Μισθ. βγ̇αίνω [ˈvɣenο] Αξ. βγι̂́νω [ˈvɣɯno] Ουλαγ. βκαίνω [ˈvceno] Φάρασ. βγκαίνου [ˈvɟenu] Μαλακ., Φάρασ. βγκι̂́νω [ˈvgɯno] Αξ., Ουλαγ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. βγκι̂́νου [ˈvgɯnu] Μαλακ. ξεβαίνου [kseˈvenu] Σίλ. ξεβγαίνω [kseˈvʝenο] Ανακ. Παρατατ. βγκαίνκα [ˈvɟenka] Αφσάρ., Κίσκ., Φάρασ. βγαίνισκα [ˈvʝeniska] Αραβ., Τελμ. βγαίνιψα [ˈvʝenipsa] Μισθ. Αόρ. έβγα [ˈevɣa] Φάρασ., Φερτάκ. έβγκα [ˈevga] Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Φκόσ., Φλογ. έβκα [ˈevka] Φάρασ. εξέβα [eˈkseva] Αραβ., Ποτάμ., Τελμ. ξέβα [ˈkseva] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Καρατζάβ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τσαρικ., Φλογ. ξέουα [ˈksewa] Μισθ. ξέβ'κα [ˈksevka] Σίλ. Υποτ. ξεβώ [kseˈvo] Σίλ. Προστ. Εν. έβγα [ˈevɣa] Αξ., Ουλαγ. έβκου [ˈevku] Τσουχούρ. ξέβα [ˈkseva] Σίλ. Μεσν. ρ. βγαίνω (< αρχ. ἐκβαίνω). Για τους τύπ. βγ̇αίνω, βγι̂́νω με υπερωϊκό [ɣ] βλ. Μαυροχαλυβίδης & Κεσίσογλου (1960: 28). Ο τύπ. αόρ. ξέβα από τον αόρ. ἐξ-έβην. Οι τύπ. ενεστ. ξεβαίνω, ξεβγαίνω αναλογ. από τον αόρ.
1. Εξέρχομαι, βγαίνω ό.π.τ. : Βγαίνου όξου (Βγαίνω έξω) Μισθ. -Κοτσαν. Το κ͑αbάχι ανοίγην, και εξέβαν καλά πολλά ασκέρ' (Το κολοκύθι άνοιξε και βγήκαν πάρα πολλοί στρατιώτες) Ποτάμ. -Dawk. Ξεβαίνω 'ζ μπαλκόνι (Βγαίνω στο μπαλκόνι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μονάχα τα κορίτσα ρεν ξεβαίνουσ̑ι όξω (Μόνο τα κορίτσια δεν βγαίνουν έξω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τση νύχτα βγαίνισκε, ερχότον σο σπίτσι (Την νύχτα έβγαινε (ενν. από τον τάφο), ερχόταν στο σπίτι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Bγκαίνκαμε σα μπέλε 'ς του σταφυλού το Πάσκα (Kατά το πάσχα του σταφυλιού βγαίναμε στα αμπέλια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Δέβαν πένdα ημέρες του έβκαν 'σ' το βαπόρι (Πέρασαν πέντε μέρες από τότε που βγήκαν απ' το βαπόρι) Σατ. -Παπαδ. Χριστός πήρε το τσάνdα του ση ράχη και εξέβην (Ο Χριστός πήρε τον σάκκο του στην ράχη και βγήκε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Όπ' σπίτσ̑ι ξέβ'κα, χαβά καλά ήτου (Όταν βγήκα από το σπίτι, ο καιρός ήταν καλός) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πρωί σ̑ηκώθαμε, ξέβαμε σο δρόμο (Το πρωί σηκωθήκαμε, βγήκαμε στον δρόμο) Ανακ. -Cost. || Φρ. Πού μαίν'ς, που βγαίν'ς (Πού μπαίνεις, που βγαίνεις˙ γι' αυτούς που λένε ανοησίες) Μαλακ. -Τζιούτζ. Λίγο 'πλέμ'νι να βγει του ψυχή μ' (Λίγο έλειψε να βγει η ψυχή μου˙ παραλίγο να πεθάνω) Γούρδ. -Καράμπ. Βκαίνου 'γνένdα (Βγαίνω απέναντι˙ αντιστέκομαι) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Ξεβαίνω οπ' τσ̑η στράτα μου (Βγαίνω από το δρόμο μου˙ ξεστρατίζω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ασ' το ένα το 'φτσ̑ι σέβη κι ασ' τ' άλλο ξέβη (Από το ένα αφτί μπήκε και από το άλλο βγήκε˙ όταν μιλάμε και δεν μας προσέχουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ξέβην πήιν (Βγήκε πήγε˙ πήρε τους δρόμους απογοητευμένος) Μισθ. -Μακρ. || Παροιμ. Έβγκη σου χωματού το πρόσωπο (Βγήκε στην επιφάνεια της γης˙ α) για κάποιους που εμφανίζονται μετά από καιρό β) για κάποιους που πλουτίζουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Δώτσεν 'μποπουκάτου, έβγκην 'μποπάνου (Χτύπησε από κάτω, βγήκε από πάνω˙ με τον σωστό τρόπο επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα, μτφ. από τα μπηγμένα καρφιά) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι Τελμ. : Ση ρίζα βγαίν' ένα νυφίτσα (Στη ρίζα εμφανίστηκε μιά νυφίτσα) Τελμ. -Dawk. Βγαίνισκε ο διάβολος εμbρό τ' (Εμφανιζόταν μπροστά του ο διάβολος) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκεί που ποτούσεν, ξέβην ένα Τούρκος και ερχότον προς εκείνηνα (Εκεί που πότιζε, εμφανίστηκε ένας Τούρκος και ερχόταν προς το μέρος της) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Ξέβαν τ' Άγια (Βγήκαν τα Άγια˙ βγήκε η Θεία Κοινωνία) Μισθ. -Μακρ. Συνών. πατώ, φαίνομαι
3. Βλασταίνω, φυτρώνω Μισθ. : 'ς Άι-Ντηρμητιού ντου μορμόρ' ξέβη ντου βλαστικό (Στου Αγίου Δημητρίου το μνήμα φύτρωσε ο βασιλικός) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Απ' ένα αγάς̑ βγαίν' γκαι καλό και κιο̈τΰ ξ̑ύλο (Από ένα δέντρο βγαίνει και καλό και κακό ξύλο˙ από τους ίδιους γονείς αναδεικνύονται και καλά και κακά παιδιά) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. σηκώνω, τιουραΐζω, φυλλώνω :1, φυτρώνω
4. Παράγομαι, αναδίδομαι, πηγάζω Αραβαν., Μισθ., Τσουχούρ. : Ατσ̑εί σου ρουσού τη ρίζα είσ̑ινι α μιτσίκου μαγαράς, 'πό 'πιτσ̑εί βγαίνκινι ο άγιασμος (Εκεί στην ρίζα του βουνού είχε μιά μικρή σπηλιά, από εκεί έβγαινε ο αγιασμός) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ντου καράατσ̑' ντε βγαίνιψι απ' ντα χτηνά, μόνο βγαίνιψι απ' ντα βάλια (Το καλό βούτυρο δεν έβγαινε από τις αγελάδες, μόνο έβγαινε από τα βουβάλια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Το νιχέρ' αν το σıχτσ̑íεις, βγαίν' λερό (Την πέτρα αν την σφίξεις, βγαίνει νερό˙ για του δυνατούς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Απ' ένα πρόβατο ερυό ντέρματα ντε βγαίνουν (Από ένα πρόβατο δύο δέρματα δεν εξασφαλίζονται˙ δεν μπορούμε από μία πηγή να εξασφαλίσουμε μέγιστα οφέλη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ασ' το ψοφισμένο το πρόβατο άλειμμα ντε βγαίν' (Από το ψόφιο πρόβατο δεν παράγεται βούτυρο˙ για πηγή από την οποία δεν μπορούν να προκύψουν οφέλη) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το σκόρδο έν'νε νύφ' και το βρώμος-ι-τ' σεράνdα μέρες δεν ξέβη (Το σκόρδο έγινε νύφη (παντρεύτηκε) και η βρώμα του σαράντα μέρες δεν εμφανίστηκε˙ για χαρά η οποία αποκρύπτει κακές ιδιότητες. Η παροιμ. λεγόταν για την σχέση της νύφης με την πεθερά, οι οποίες μετά τον γάμο συνήθως αποκτούσαν κακές σχέσεις) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γίνομαι :1
5. Ανεβαίνω Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Φάρασ. : Βγκαίνου 'στάνου (Ανεβαίνω πάνω) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Ξέβα 'ζ ντούμα (Ανέβα στην ταράτσα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Πέττασεν το λαχτόρι, έβκη σο δώμα (Πέταξε ο κόκκορας, ανέβηκε στην ταράτσα) Φάρασ. -Παπαδ. Σε ξεβώ τες σκάλες (Θα ανέβω τις σκάλες) Σίλ. -Κωστ.Σ. Έβγα ντο ντικμέ απάν' και ντράνα τίλοο 'ινίσκεται (Ανέβα πάνω στο δέντρο και δες τι γίνεται) Ουλαγ. -Κεσ. Σον άγκωνα ξέβην παπάς, διέβασ' το βαγγέλιο (Στον άμβωνα ανέβηκε ο παπάς, διάβασε το Ευαγγέλιο) Ποτάμ. || Φρ. Κατεβαίνου ξεβαίνου (Κατεβαίνω ανεβαίνω˙ ανεβοκατεβαίνω) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. αναβαίνω
6. Ανατέλλω Σίλατ., Σίλ. : Ξέβ’κη γιούλης (Ανέτειλε ο ήλιος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Όλιος απ' του Καγιά βγαίνισκεν (Ο ήλιος βγήκε από τον Καγιά (τοπωνύμιο)) Σίλ. -Cost. Ξέβην όλιος (Βγήκε ο ήλιος, ανέτειλε ο ήλιος) Σίλατ. -Χωλόπ. Συνών. αυγάζω :1, γεννώ, τσαβτίζω, ψηλώνω
7. Πραγματοποιούμαι, αποβαίνω Ανακ., Σίλ. : Χιτς καλό ρε ξέβ'κη τ' όραμά μ' (Καθόλου καλό δεν απέβη το όνειρό μου) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ξέβην/ δεν ξέβην τ' όρομα (Βγήκε/ δεν βγήκε το όνειρο) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γίνομαι :3
8. Επιλέγομαι, εκλέγομαι Φάρασ. : Τις 'α βκει τζ̑ουφαλέ; (Ποιος θα βγει αρχηγός;) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ.
9. Σχολώ, τελειώνω Ποτάμ., Σίλ. : Ξέβ'κη κλησ̑ά (Σχόλασε η εκκλησία) Σίλ. -Κωστ.Σ. Δε ξέβην ακόμα, έχω τρία πρασίδια (Δεν τελείωσα ακόμα, έχω τρεις βραγιές) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Συνών. νταγιλντίζω