ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σηκώνω (ρ.) σηκώνω [siˈkono] Γούρδ., Μαλακ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τσουχούρ., Φάρασ. σ̑ηκώνω [ʃiˈkono] Ανακ., Φλογ. σηκώνου [siˈkonu] Μισθ. σ̑ηκώνου [ʃiˈkonu] Σίλ. σ̑'κώνω [ˈʃkono] Αξ. σ̑'κώνου [ˈʃkonu] Σίλ. Παθ. σηκούμαι [siˈkume] Γούρδ., Ποτάμ., Φάρασ. σ̑ηκούμαι [ʃiˈkume] Ανακ., Αξ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. σ̑'κούμαι [ʃˈkume] Αξ. σηκούμι [siˈkumi] Μαλακ., Μισθ., Τσαρικ. σηκώμαι [siˈkome] Ουλαγ. σηκώνουμι [siˈkonumi] Γούρδ. Παρατατ. σηκώδουμι [siˈkoðumi] Μισθ. σηκούταμαι [siˈkutame] Ποτάμ. σηκώμουν [siˈkomun] Αραβαν. σ'κώμουν [ˈskomun] Σεμέντρ. σηκούμουν [siˈkumun] Φάρασ., Φλογ. Αόρ. σηκώθα [siˈkoθa] Γούρδ., Μαλακ., Φάρασ. σ̑ηκώθα [ʃiˈkoθa] Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. σ̑ηκώχα [ʃiˈkoxa] Γούρδ., Μισθ., Τσαρικ. σ̑κώχα [ʃˈkoxa] Αξ., Φερτάκ. σ̑'κώτα [ˈʃkota] Φερτάκ. σ̑ηκώρα [ʃiˈkora] Αραβαν. Προστ. σ̑ήκω [ˈʃiko] Αξ., Αραβαν. σήκου [ˈsiku] Μισθ., Τσαρικ. σ̑ήκου [ˈʃiku] Καρατζάβ. Πληθ. σηκωάτ' [sikoˈat] Τσαρικ. σ'κωχάτ' [skoˈxat] Τροχ. Μεσν. ρ. σηκώνω < μεταγν. σηκόω = ζυγίζω.
1. Σηκώνω ό.π.τ. : Σ̑ηκώτ' ταν απάνω (Σηκώστε τον πάνω) -Μαυρ.-Κεσ. Τ' βασιλιού τό παιγί σκών' τό κεφάλι τ', (Ο γιός του βασιλιά σηκώνει το κεφάλι του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ̑ήκωσ̑α μας, ποίκα μας Ανταλλαή (Μας σήκωσαν από τον τόπο μας, μας έκαναν ανταλλαγή πληθυσμών) Ανακ. -Cost. || Φρ. Σήκου ας πάμι (Σήκω ας πάμε˙ Κρυφά: ποίκα το σήκου ας πάμι = το αφήρεσα κρυφά) Μαλακ. -Τζιούτζ. Σηκών' μύτα (Σηκώνει τη μύτη του˙ Υπερηφανεύεται) Γούρδ. -Καράμπ. Σηκών' κεφάλ' (Σηκώνει κεφάλι˙ Αντιστέκεται) Γούρδ. -Καράμπ. Καργιά μ' ντεν ντο σηκών' (Η καρδιά μου δεν το σηκώνει˙ Δεν το ανέχομαι) Ουλαγ. -Κεσ. Σηκώνω φσ̑άχ' (Σηκώνω παιδί˙ Βαφτίζω παιδί) Ουλαγ., Αξ., Αραβαν. -Κεσ. Σ̑ηκώνω χιάνατος (Σηκώνω πτώμα˙ Κηδεύω νεκρό) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σ̑κώνω το πουγιάρ' απάνω (Σηκώνω το πόδι απάνω˙ ξεσηκώνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σηκώθαν σο ποράδι (Σηκώθηκαν στο πόδι˙ ξεσηκώθηκαν) Φάρασ. -Θεοδ.Ιστ. || Παροιμ. Όπσ̑ο τέρ' να σ̑κώσ̑εις ηυρίσ̑κεις το αφ'κάτω τ' (Όποια πέτρα και να σηκώσεις τον βρίσκεις από κάτω˙ Για ανθρώπους που είναι ανακατεμένοι σε πολλές υποθέσεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γαλγιντώ, ορθώνω
2. Mτφ., αναιρώ, καταργώ Αξ., Φάρασ. : Σ̑κώνω παλιό αdέτ' (Kαταργώ παλιά συνήθεια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Πολύ 'ς α σπίτ' μη πας τσ̑' έρτσ̑εσαι· 'α σηκωθεί ταρνά το μουαbέτι σας (Μην πηγαινοέρχεσαι πολύ σ' ένα σπίτι· θα σταματήσει γρήγορα η ευχαρίστησή σας˙ Όταν προσκολλάται κανείς γίνεται φορτικός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Χτίσταν εκκλεσίες, άγιοι μαναστήρε
σηκώθαν του απιστίου τα γαχ̇ίρε
( Έχτισαν εκκλησίες, άγια μοναστήρια
καταργήθηκαν των απίστων τα βασανιστήρια)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
3. Παράγω Μισθ. : Σήκουσα ντέκα κιλέ γεννήμαδα (Έβγαλα 10 κιλέ, έναν τόνο, σιτηρά) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το ράσο του παπά σηκώνει (Το ράσο του παπά σηκώνει˙ Το επάγγελμα του ιερέα είναι κερδοφόρο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Έσπειρα ρουβίστρα, σ̑ήκουσα φακουίστρα,
ήρτι ντου πουλίτσι, ντώκα, τσάκουσα ντου γίτσι τ'
(Έσπειρα ρόβι, θέρισα φακές,
ήρθε το πουλάκι, το χτύπησα, έσπασα το πόδι του)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Έσπειρα ένα ξερό πέτρα τσ̑ι σήκουσα χίλιοι χίλιοι χωρίς μέτρα (Έσπειρα μιά ξερή πέτρα και παρήγαγα χίλια χίλια χωρίς μέτρημα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
4. Μεσοπαθ., σηκώνομαι ό.π.τ. : Ήρτιν ντου φιρμάν' να σηκωχούμ' να φύουμ' απ΄ ντου τόπους μας (Ήρθε η διαταγή να σηκωθούμε να φύγουμε από τον τόπο μας) Μισθ. -Κοτσαν. Σηκώε πήε (Σηκώθηκε κι έφυγε) Ουλαγ. -Κεσ. Εσ̑ύ σ̑ήκω κι άμα σο σπίτσ̑ι σ’, (Εσύ σήκω και πήγαινε στο σπίτι σου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σηκώγε να πορπαdήσ̑' (Σηκώθηκε να περπατήσει) Ουλαγ. -Dawk. Ας σηκωχεί να μποίκ' ένα γαϊφά (Ας σηκωθεί να φτιάξει έναν καφέ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σ'κωχάτ' ας πάρουμ' στράτα κι ας πάμ' να καρτιλαντίσουμ' το Χεός (Σηκωθείτε να πάρουμε τους δρόμους και να πάμε να συναντήσουμε το Θεό) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554 Άλμιζαμ' ντου χτήνου, σηκώδουμιστι 'ου πρωϊ (Αρμέγαμε την αγελάδα, σηκωνόμασταν το πρωί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σηκούταμεστε πρωί πρωί το Μεγάλο Παρασκευή και πήγαιναμ', σκούπιζαμ', πεγάσκαμ' λάδι για ν' ανάψωμ' τα κανδήλια (Σηκωνόμαστε πρωί πρωί την Μ. Παρασκευή και πηγαίναμε, σκουπίζαμε, πηγαίναμε λάδι για να ανάψουμε τα καντήλια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Σάμου πασ̑λατίνκεν ο παπάς το Βαγγέλιο, σηκούμεστε μεις ορτοί σηκούσαν τσ̑αι οι Τούρτσ̑οι (Όταν άρχιζε ο παπάς το Ευαγγέλιο, σηκωνόμασταν εμείς όρθιοι, σηκώνονταν και οι Τούρκοι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίνισκι δου πρωί, σηκώδουν παίνισκιν, άνοιζι ντου τοκάν' (Πήγαινε το πρωί, σηκωνόταν και πήγαινε, άνοιγε το μαγαζί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. T' αχαλί ούλ-λο σηκούταν ορτύς (Όλος ο κόσμος σηκωνόταν όρθιος) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Σηκώτουν έρκενdεν, άνοιζε το χύρα και τρέχνισ̑κε σα γιαbάνια (Σηκωνόταν νωρίς, άνοιγε την πόρτα και έτρεχε στα χωράφια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Ντο καργιά μου σηκώε (Σηκώθηκε η καρδιά μου˙ Τρόμαξα) Ουλαγ. -Κεσ. Σηκώμαι ντο γκάμος (Σηκώνομαι στο γάμο˙ Ετοιμάζομαι για γάμο) Ουλαγ. -Κεσ. Σηκούδη του ντουί μ' (Σηκώθηκε η τρίχα μου˙ Ανατριχιάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Σ̑κούται τ' απέσω μ' (Σηκώνεται το μέσα μου˙ Ταράζομαι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σηκώθη η ανdάρα 'ποπάνου μου (Σηκώθηκε η συννεφιά από πάνω μου˙ Μου έφυγε η στεναχώρια) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Ξυπνάω, σηκώνομαι από τον ύπνο ό.π.τ. : Ντο γκoτζάν ντα ναΐκα σηκώε σαbαχτάν (H γριά γυναίκα σηκώθηκε πρωί ) Ουλαγ. -Κεσ. Το πατισ̑άχ σαbαχντάν σ̑κώτην (Ο βασιλιάς σηκώθηκε το πρωί ) Φερτάκ. -Dawk. Ας τό σ'κώχεν έρκενdε, καμαρών' (Επειδή σηκώθηκε νωρίς, νυστάζει ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντάιμα σηκούτουν την ευίτσα (Πάντα σηκωνόταν το πρωί ) Φάρασ. -Παπαδ. Κάθε Τσερετσή να σηκωούμ' πρωί πρωί (Κάθε Κυριακή θα σηκωθούμε πρωί πρωί ) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ
5. Μτφ., ανέχομαι, συμπαθώ Σίλ. : Ρέν του σηκώνου κασόλου (Δεν τον εκτιμώ καθόλου) Σίλ. -Κωστ.Σ.
6. Mεσοπαθ., φυτρώνω Φάρασ. : Σηκούται το τσαΐρι (Φυτρώνει το χόρτο) Φάρασ. -Ανδρ.
7. Μεσοπαθ., για χιόνι, λιώνω Σεμέντρ. : Έσπειρκες έσπειρκες, αλλιώς δεν προλάβνισκες σοδειά, έπεπτε το χιόν' και σ'κών'ταν τέτοια 'ποχή, Απρίλ' μήνα (Έσπερνες έσπερνες, αλλιώς δεν προλάβαινες σοδειά, έπεφτε το χιόνι και σηκωνόταν (έλιωνε το στρωμένο χιόνι) Απρίλη μήνα) Σεμέντρ. -Στεφαν.