ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωνεύω (ρ.) χωνεύου [xoˈnevu] Σίλ., Φάρασ. χωνεύομαι [xoˈnevome] Φλογ. Μεταγν. ρ. χωνεύω.
1. Χωνεύω φαγητό Σίλ., Φάρασ. : Ρο πουρ' να τα χωνέψου του φάημά μ' (Δεν μπορώ να το χωνέψω το φαΐ μου) Σίλ. -Κωστ.Σ.
2. Συμπαθώ κάποιον Φάρασ.
3. Μεσοπαθ., για την φωτιά, σβήνω σταδιακά καθώς τα κάρβουνα γίνονται στάχτη Φλογ. : Το νισκιά χωνεύτεν (Η φωτιά έσβησε)