χωνεύω
(ρ.)
χωνεύου
[xoˈnevu]
Σίλ., Φάρασ.
χωνεύομαι
[xoˈnevome]
Φλογ.
Μεταγν. ρ. χωνεύω.
1. Χωνεύω φαγητό
Σίλ., Φάρασ.
:
Ρο πουρ' να τα χωνέψου του φάημά μ'
(Δεν μπορώ να το χωνέψω το φαΐ μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Συμπαθώ κάποιον
Φάρασ.
3. Μεσοπαθ., για την φωτιά, σβήνω σταδιακά καθώς τα κάρβουνα γίνονται στάχτη
Φλογ.
:
Το νισκιά χωνεύτεν
(Η φωτιά έσβησε)