χωνεύω
(ρ.)
χωνεύου
[xoˈnevu]
Σίλ., Φάρασ.
Παθ.
χωνεύομαι
[xoˈnevome]
Φλογ.
Παρατατ.
χωνεύομουν
[xoˈnevome]
Αξ.
Μεταγν. ρ. χωνεύω = α) χύνω κάτι σε καλούπι β) χύνω μέταλλο. Για την σημ. 3 πβ. την νεότ. σημ. ‘αποδέχομαι κάτι’.
1. Χωνεύω φαγητό
Σίλ., Φάρασ.
:
Ρο πουρ' να τα χωνέψου του φάημά μ'
(Δεν μπορώ να το χωνέψω το φαΐ μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
σιγκντώ :1
2. Μεσοπαθ., για την φωτιά, σβήνω σταδιακά καθώς τα κάρβουνα γίνονται στάχτη
Φλογ.
:
Το νισκιά χωνεύτεν
(Η φωτιά έσβησε)
3. Συμπαθώ
Αξ., Φάρασ.
:
Οι Αξενοί δε χωνευόσανdο με τους Τρεχιέτε
(Οι Αξενοί δεν χωνεύονταν με τους Τροχιώτες)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
θέλω :1, σηκώνω :5
Τροποποιήθηκε: 14/10/2025