ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωράφι (ουσ. ουδ.) χωράφι [xoˈrafi] Κίσκ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ. χωράφ' [xoˈraf] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. χωράφιον.
Χωράφι (σπαρμένο) ό.π.τ. : Το ζεύγλη ζολμόν'σα το στο χωράφ' (Τη ζεύγλη την ξέχασα στο χωράφι) Γούρδ. -Καράμπ. Τ’ αποτσάλια το πιλιάρ’ ρίχνουμ’ τα σο χωράφ’ (Τα απομεινάρια από τη σίκαλη τα ρίχνουμε στο χωράφι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ένα ναίκα ήτον σο χωράφι και πότιζεν τ' αμπέλι τσης (Μια γυναίκα ήταν στο χωράφι και πότιζε το αμπέλι της) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Βάζουν σο χωράφ', σα δέντρα σκυλίσιο κεφάλ’, να μη λαχ’ το χωράφ’ μάτ' (Βάζουν στο χωράφι, στα δέντρα, ένα κρανίο σκύλου, για να μην ματιαστεί το χωράφι) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Να πάου σου χωράφ' να λάσου (Θα πάω στο χωράφι να οργώσω) Μισθ. -Κοτσαν. Ο νομάτ’ς πααίνκε να σπείρει το χωράφ' (Ο άνθρωπος πήγαινε να σπείρει το χωράφι) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ατσ̑εί δουλεύκαν σα 'μbέλε, σα χωράφε (Εκεί δούλευαν στα αμπέλια, στα χωράφια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Είσ̑ε ρέμα και βούλωνε τα χωράφια, τα σιτάρια και σκέπανέν τα ούλα το χώμα (Είχε ρέμα και βούλιαζε τα χωράφια, τα στάρια, και όλα τα σκέπαζε το χώμα) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Πήαμ' σου χωράφ', δετσού χέρ'σαμ' (Πήγαμε στο χωράφι, εκεί θερίσαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντου χωράφ' ξέριξις του πού ηδουν (Το χωράφι το ήξερες που είναι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Ασμ. Έχτισα την φωλίτζα μου στου χωραφιού τα ρίζα
ήρτε του χωραφιού καιρός, να πάρουν το χωράφι
χάλασαν την φωλίτζα μου, ξεβόλσαν τα πουλιά μου
(Έχτισα τη φωλίτσα μου στου χωραφιού την άκρη.
Ήρθε ο καιρός του χωραφιού, να θερίσουν το χωράφι.
Χάλασαν την φωλίτσα μου, ξεσπίτωσαν τα πουλιά μου)
-Lag.
Συνών. γιαζί :3, κόμμα, τόπος :3