ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωραβιλεντίζω (ρ.) χωραβιλενdίζω [xorabilen'dizo] Αξ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. horavu = α) άγριο ζώο που τρέχει μακριά από τους ανθρώπους β) για άτομο, που δεν πλησιάζει κανέναν, που είναι παράξενος (THADS, λ. horavu), και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ρ. horavlanmak = αφηνιάζω, θυμώνω (THADS, λ. horavlanmak).
Αποξενώνομαι, κάνω σαν ξένος : Με χωραβιλενdίζεις (Μην κάνεις σαν ξένος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.