χωραβιλεντίζω
(ρ.)
χωραβιλενdίζω
[xorabilen'dizo]
Αξ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. horavu = α) άγριο ζώο που τρέχει μακριά από τους ανθρώπους β) για άτομο, που δεν πλησιάζει κανέναν, που είναι παράξενος (THADS, λ. horavu), και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ρ. horavlanmak = αφηνιάζω, θυμώνω (THADS, λ. horavlanmak).
Αποξενώνομαι, κάνω σαν ξένος
:
Με χωραβιλενdίζεις
(Μην κάνεις σαν ξένος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.