χωραφάτης
(ουσ. αρσ.)
χωραφάτ'ς
[xoraˈfats]
Φάρασ.
Από το ουσ. χωράφι και το παραγωγ. επίθμ. -άτης < -άτος.
Γεωργός
:
O νομάτ'ς ήτουνε χωραφάτ'ς
(O άνθρωπος ήτανε γεωργός)
Φάρασ.
-Dawk.Boy