χωραφάτης
(ουσ. αρσ.)
χωραφάτ'ς
[xoraˈfats]
Φάρασ.
Από το ουσ. χωράφι και το παραγωγ. επίθμ. -άτης.
Γεωργός
:
O νομάτ'ς ήτουνε χωραφάτ'ς
(O άνθρωπος ήτανε γεωργός)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
ζευγαράτης, τσιφτσής :1
Τροποποιήθηκε: 29/06/2025