χωριανίτης
(ουσ. αρσ.)
χωριανίτης
[xorʝaˈnitis]
Αξ.
Από το ουσ. χωριανός και παραγωγ. επίθμ. -ίτης.
Συγχωριανός
Συνών.
χωριανός, χωριό, χωρώτης :2