χωρώτης
(ουσ. αρσ.)
χωρώτ'ς
[xoˈrots]
Φάρασ.
χωρώτ'
[xoˈrot]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
χωρώτοι
[xoˈroti]
Αφσάρ., Κίσκ., Σατ., Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το ουσ. χωριό και το παραγωγ. επίθμ. -ιώτης.
1. Χωρικός, χωριάτης
ό.π.τ.
:
Adού οι χωρώτοι τσ̑ιπ γένα τζ̑ό ’χουν
(Αυτοί οι χωριάτες δεν έχουν καθόλου γένια)
Αφσάρ.
-Dawk.
Εμ δεβάσκιν το Ευαgέλιο το ορτό του, εμ βκαλίνκιν λόγος να γροικίσουν οι χωρώτοι τ’ άσλι του
(Και διάβαζε το Ευαγγέλιο σωστά, και έβγαζε λόγους για να καταλαβαίνουν οι χωριάτες το νόημά του)
Σατ.
-Παπαδ.
'ύρτσινι το γαφά του σις χωρώτοι
(Γύρισε το κεφάλι του στους χωριάτες)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Σ’ο ρουσ̑ί Φκόσι ήτουν α ζόρι ορμάνι, τσάπου πααίνκαν οι χωρώτοι να κόψουν ξύα
(Στο βουνό Φκόσι ήταν ένα πυκνό δάσος, όπου πήγαιναν οι χωρικοί να κόψουν ξύλα)
Φκόσ.
-Παπαδ.
Συνών.
τσιφτσής, χωριάτης
2. Συγχωριανός
Φάρασ.
:
Κόρη μου, ατέ τ’ άπρεπα του φτένεις μο τις χωρώτοι είνdαι μέγο κουνάχι
(Κόρη μου, αυτά τα άπρεπα που κάνεις με τους συγχωριανούς σου είναι μεγάλη αμαρτία)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Καώς σεζ ηύρα, ε χωρώτοι μοι!
(Καλώς σας βρήκα, συγχωριανοί μου!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
χωριανίτης, χωριανός, χωριό