χωρόκκος
(ουσ.)
χωρόκ-κος
[xoˈrok:os]
Φάρασ.
Από το ουσ. χωριό και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Χωριουδάκι
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024