χωρώ
(ρ.)
χωρώ
[xoˈro]
Γούρδ., Καππ., Σίλ., Φάρασ.
Παρατατ.
χωρίνκα
[xoˈriŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
χώρτσα
[ˈxortsa]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. χωρῶ = παρέχω χώρο, περιέχω.