χωρώ
(ρ.)
χωρώ
[xoˈro]
Γούρδ., Καππ., Σίλ., Φάρασ.
Παρατατ.
χωρείνκα
[xoˈriŋka]
Φάρασ.
Αόρ.
χώρτσα
[ˈxortsa]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. χωρῶ = παρέχω χώρο, περιέχω.
2. Χωρίζω
Φάρασ.
Συνών.
αραλατίζω, χωρίζω, Αντίθ
γαβρουστίζω, καβουστίζω :2, μπιρλεστιρτίζω , μπιτιστίζω
Τροποποιήθηκε: 12/02/2025