ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

χωρώ (ρ.) χωρώ [xoˈro] Γούρδ., Καππ., Σίλ., Φάρασ. Παρατατ. χωρίνκα [xoˈriŋka] Φάρασ. Αόρ. χώρτσα [ˈxortsa] Φάρασ. Αρχ. ρ. χωρῶ = παρέχω χώρο, περιέχω.
1. Χωράω ό.π.τ. : Ατσού στο τόπος δε χωρώ (Στον τόπο αυτόν δεν χωράω) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. παίρνω
2. Χωρίζω Φάρασ. Συνών. αραλατίζω, χωρίζω