μπιτιστίζω
(ρ.)
Μτχ.
μπιτισ̑ιμένου
[bitiʃiˈmenu]
Σίλ.
Από τον αόρ. bitişti του ρ. bitişmek = α) ενώνομαι, προσκολλώμαι β) γειτνιάζω.
Ενώνω κάτι με κάτι άλλο
Σίλ.
:
Ύστερα έμασι ότσ̑ι qουγιουμτζ̑ή του σπίτσ̑ι οπ’ τ' ένα μπασ̑κά σπίτσ̑ι μπιτισ̑ιμένου ’ναι
(Ύστερα έμαθε ότι του χρυσοχόου το σπίτι είναι κολλητό με το άλλο σπίτι)
Σίλ.
-Dawk.