ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιτιστίζω (ρ.) Μτχ. μπιτισ̑ιμένου [bitiʃiˈmenu] Σίλ. Από τον αόρ. bitişti του ρ. bitişmek = α) ενώνομαι, προσκολλώμαι β) γειτνιάζω.
Ενώνω κάτι με κάτι άλλο Σίλ. : Ύστερα έμασι ότσ̑ι qουγιουμτζ̑ή του σπίτσ̑ι οπ’ τ' ένα μπασ̑κά σπίτσ̑ι μπιτισ̑ιμένου ’ναι (Ύστερα έμαθε ότι του χρυσοχόου το σπίτι είναι κολλητό με το άλλο σπίτι) Σίλ. -Dawk.