ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιτίρντημα (ουσ. ουδ.) μπιτίρντημα [biˈtirdima ] Μισθ. Από το θ. μπιτιρντη- του ρ. μπιτιρντίζω, όπου και τύπ. μπιτιρντού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τελείωμα, ολοκλήρωση Μισθ. : Σ’ οργουϊού ντου μπιτίρντημα τσ̑είμι (βρίσκομαι στο τέλος μιας δουλειάς) Μισθ. -Κοτσαν.
Τροποποιήθηκε: 01/04/2025