μπιτίρντημα
(ουσ. ουδ.)
μπιτίρντημα
[biˈtirdima ]
Μισθ.
Από το θ. μπιτιρντη- του ρ. μπιτιρντίζω, όπου και τύπ. μπιτιρντού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Τελείωμα, ολοκλήρωση
Μισθ.
:
Σ’ οργουϊού ντου μπιτίρντημα τσ̑είμι
(βρίσκομαι στο τέλος μιας δουλειάς)
Μισθ.
-Κοτσαν.