ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπιτιργκένι (ουσ. ουδ.) Πληθ. μπιτιργκένια [bitirˈɟeɲa] Σινασσ. πιτιργκένια [pitirˈɟeɲa] Σινασσ. πιτιριένια [pitiˈrʝeɲa] Δίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bitirgen =είδος βερίκοκκου (THADS, λ. bitirgen).
1. Είδος βερίκοκκου Σινασσ.
β. Βερικοκκιά Σινασσ. : || Φρ. Tου μπιτιργκενιού το φ'τέδ' (Το δεντράκι της βερικοκκιάς ˙ Έπαινος για κοπέλα) Σινασσ. -Τακαδόπ.
2. Είδος ροδάκινου, γιαρμάς Δίλ.
3. Γενικότ., φρούτα Σινασσ. : Γιομωμένα πιτιργκένια (Ώριμα φρούτα) Σινασσ. -Βλασ. Συνών. γεμίσια :1, ζαρζαβάτι :2, μεϊβάς :1
4. Γενικότ., τα καλούδια Σινασσ. Συνών. γεμίσια :3, χιρμάς