μπιτιργκένι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
μπιτιργκένια
[bitirˈɟeɲa]
Σινασσ.
πιτιργκένια
[pitirˈɟeɲa]
Σινασσ.
πιτιριένια
[pitiˈrʝeɲa]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. bitirgen =είδος βερίκοκκου (THADS, λ. bitirgen).
1. Είδος βερίκοκκου
Σινασσ.
β.
Βερικοκκιά
Σινασσ.
:
|| Φρ.
Tου μπιτιργκενιού το φ'τέδ'
(Το δεντράκι της βερικοκκιάς
˙
Έπαινος για κοπέλα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
2. Είδος ροδάκινου, γιαρμάς
Δίλ.
3. Γενικότ., φρούτα
Σινασσ.
:
Γιομωμένα πιτιργκένια
(Ώριμα φρούτα)
Σινασσ.
-Βλασ.
Συνών.
γεμίσια :1, ζαρζαβάτι :2, μεϊβάς :1