γεμίσια
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
γεμίσια
[ʝeˈmisça]
Μαλακ., Σινασσ.
γεμίσ̑α
[ʝeˈmiʃa]
Ανακ., Μισθ.
Νεότ. ουσ. γεμίσια (Λεξ. Σομ., λ. γεμίσια), το οπ. από το τουρκ. ουσ. yemiş = οπωρικά. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. (ΙΛΝΕ, λ. γεμίσι).
3. Δίσκος με φρούτα και γλυκά που εθιμικά ο γαμπρός έστελνε στην νύφη
Ανακ., Μισθ.
:
Γεμίσ̑α ντα λεν όχι γκισμίσια, τέλος πάνdων γιαΐ γιόμουναν ας ειπούμ μποχτσ̑άια, πηάιξαν τα 'ς γκιαλούγκιουζα
(Γεμίσια τα λένε, όχι γκισμίσια, τέλος πάντων γιατί γέμιζαν ας πούμε δέματα, τα πήγαιναν στην αρραβωνιαστικιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ