γενίτσαρος
(ουσ. αρσ.)
γενίτσαρος
[ʝeˈnitsaros]
Ανακ.
γενίdζαρος
[ʝeˈnidzaros]
Σινασσ.
γενίτσαρης
[ʝeˈnitsaris]
Ανακ.
Πληθ.
γενιτσαρίδια
[ʝenitsaˈriðʝa]
Ανακ.
γενιdζερήδες
[ʝenidzeˈriðes]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. γενίτζαρος, με νεότ. τύπ. γενίτσαρης, το οπ. από το τουρκ. ουσ. yeniçeri = α) γενίτσαρος β) νεοσύλλεκτος στρατιώτης.
Γενίτσαρος, στρατιώτης επίλεκτου σώματος του οθωμανικού στρατού, αποτελούμενου από υποχρεωτικά εξισλαμισμένους σε μικρή ηλικία χριστιανούς
ό.π.τ.
:
Μην είσαι ζαπίτ’ς του Γενιτζερίουν;
(Mήπως είσαι αξιωματικός των Γενιτσάρων;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Γρομάλτ'σαν σο Βαρασόν πάνου Τούρdζ̑οι ασκέροι, γενιdζερήδες
(Όρμηξαν πάνω στα Φάρασα Τούρκοι στρατιώτες και γενίτσαροι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
|| Ασμ.
Φάνη και εις γενίdζαρος, μικρό γενιdζεράκι
((Εμφανίστηκε και ένας γενίτσαρος, μικρό γενιτσαράκι))
Σινασσ.
-Lag.
Στέκα, στέκα Γενίτσαρη, στέκ' ας σε παραγγείλω
((Στάσου, στάσου Γενίτσαρε, στάσου να σου δώσω μιά παραγγελιά))
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374