γενιά
(ουσ. θηλ.)
'ενιά
[eˈɲa]
Μεσν. ουσ. γενιά, το οπ. από το αρχ. ουσ. γενεά.
Γενιά
:
|| Φρ.
Να σ̑έσου τ' 'ενιά σ'
(Να χέσω την γενιά σου˙ ύβρις)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
γονιός :3, νταμάρι :5, σινσιλέ, φύτρα :2