Γενάρης
(ουσ. αρσ.)
Γιονάρης
[ʝoˈnaris]
Σίλ.
Γιανάρης
[ʝaˈnaris]
Μισθ., Σίλ.
Γιανάριος
[ʝaˈnarios]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. Γεννάριος < μεταγν. Ἰανουάριος. H χείλωση [ʝe] > [jo] στον τύπ. Γιονάρης ομαλή, πβ. γεμώνω > γιομώνω, γεμάτος > γιομάτος. Ο τύπ. Γιανάρης με αφομ. Ο τύπ. Γιανάριος από επίδρ. της ν.ε. Κοινής.
Ο μήνας Ιανουάριος
ό.π.τ.
:
Αρχινά Γιανάρης
(Αρχίζει Ιανουάριος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Γιανάρης ποίκι μας πολλά κιρυά
(Ο Γενάρης μας έκανε πολλά κρύα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Ντου Γιανάριο ντ’ ονόμαζαν Καλαντάρ'
(Τον Ιανουάριο τον ονόμαζαν Καλαντάρη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
Καλαντάρης