ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεντέκι (ουσ. ουδ.) γεdέκ' [ʝeˈdek] Δίλ. γεdέgι [ʝedeɟi] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. γεντέκι (Λεξ. Δουκ.) = επικουρικά ιππικά στρατεύματα, το οπ. από το τουρκ. yedek = α) σκοινί έλξεως β) καπίστρι γ) επικουρικός ίππος ή γάιδαρος δ) εφεδρεία.
1. Σκοινί με το οπ. σύρεται ζώο, καπίστρι Φλογ. : Φορών' και ντα τσόλια τ', παίρ' τα καμbήλια τ' 'σ' το γεdέgι τ' και μπαίν' 'σ' το καστρού θύρα (Φορά τα ρούχα του, παίρνει τις καμήλες από το καπίστρι τους και μπαίνει από την πύλη του κάστρου) Φλογ. -Dawk. Συνών. γιλάρι, γκέμι, ντιζγκίν
2. Ξύλινο καρφί για να συγκρατεί τον ζυγό στο αλέτρι Δίλ.