γεντέκι
(ουσ. ουδ.)
γεdέκ'
[ʝeˈdek]
Δίλ.
γεdέgι
[ʝedeɟi]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. γεντέκι (Λεξ. Δουκ.) = επικουρικά ιππικά στρατεύματα, το οπ. από το τουρκ. yedek = α) σκοινί έλξεως β) καπίστρι γ) επικουρικός ίππος ή γάιδαρος δ) εφεδρεία.
2. Ξύλινο καρφί για να συγκρατεί τον ζυγό στο αλέτρι
Δίλ.