ντιζγκίν
(ουσ. ουδ.)
ντιζγκίν
[dizˈɟin]
Τελμ.
Νεότ. ουσ. ντιζγκίνι (Mackridge 2021: 85), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dizgin = χαλινάρι. Πβ. ποντ. τιζκίνι.