ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιζγκίν (ουσ. ουδ.) ντιζγκίν [dizˈɟin] Τελμ. Νεότ. ουσ. ντιζγκίνι (Mackridge 2021: 85), το οπ. από το τουρκ. ουσ. dizgin = χαλινάρι. Πβ. ποντ. τιζκίνι.
Χαλινάρι : Δέκεν τ’ αλόγατα σο ντιζgίν (Κατηύθυνε τα άλογα να τρέξουν) Τελμ. -Dawk. Συνών. γκέμι, γιλάρι