ντικί
(ουσ. ουδ.)
ντικί
[diˈci]
Αραβαν., Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tike = α) κομμάτι β) μπουκιά, όπου και τύπ. tiki, dike (TSS, λ. dike I).
2. Ειδικότ., μπουκιά κρέατος
Αραβαν.