ντικί
(ουσ. ουδ.)
ντικί
[diˈci]
Αραβαν., Σίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tike ή tiki = α) κομμάτι β) μπουκιά (συνήθ. για κρέας, ψωμί, τυρί κ.λπ.) (βλ. THADS 10, λ. tike, tiki 12, λ. tiki), όπου και τύπ. dike (TSS, λ. dike I).
1. Μικρή ποσότητα, λιγάκι
Σίλ.
:
Ένα ντικί όξινους
(Λιγάκι ξινός)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
2. Ειδικότ., μπουκιά κρέατος
Αραβαν.