ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντικί (ουσ. ουδ.) ντικί [diˈci] Αραβαν., Σίλ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. tike = α) κομμάτι β) μπουκιά, όπου και τύπ. tiki, dike (TS, λ. dike I).
1. Μικρή ποσότητα, λιγάκι Σίλ. : Ένα ντικί όξινους (Λιγάκι ξινός) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. βούκα, ψιχίδι
2. Ειδικότ., μπουκιά κρέατος Αραβαν.
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025