ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιγκλεντίζω (ρ.) ντινgλεdίζω [diŋleˈdizo] Αραβαν. ντιgνεdίζω [digneˈdizo] Αξ. ντιγνεdώ [diɣneˈdo] Ανακ., Φλογ. ντιγλεdώ [diɣleˈdo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. dinlenmek = ξεκουράζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. diglenmek.
Ξεκουράζομαι, αναπαύομαι ό.π.τ. : Σ’ ένα χρόνος, αν Τεός φέρ’τα οργατά μας ράστι, να έρτω σο μεμλεκέσ' να κάτσω ένα χρόνο dάμα σας να ντινλενdίσω (Σ’ ένα χρόνο, αν ο Θεός ευοδώσει τις δουλειές μας, θα έλθω στην πατρίδα να καθίσω κοντά σας ένα χρόνο, να ξεκουραστώ) Αραβαν. -Φωστ. Ντιγλεdώ, σε πορ’πατσήσου στση στράτα (Ξεκουράζομαι, έχω να περπατήσω στο δρόμο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Δαρά να ντιγνεντίσω (Tώρα θα ξεκουραστώ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αναπαύω, ραχατλαντίζω :2