ντιγκλεντίζω
(ρ.)
ντινgλεdίζω
[diŋleˈdizo]
Αραβαν.
ντιgνεdίζω
[digneˈdizo]
Αξ.
ντιγνεdώ
[diɣneˈdo]
Ανακ., Φλογ.
ντιγλεdώ
[diɣleˈdo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. dinlenmek = ξεκουράζομαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. diglenmek.
Ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
ό.π.τ.
:
Σ’ ένα χρόνος, αν Τεός φέρ’τα οργατά μας ράστι, να έρτω σο μεμλεκέσ' να κάτσω ένα χρόνο dάμα σας να ντινλενdίσω
(Σ’ ένα χρόνο, αν ο Θεός ευοδώσει τις δουλειές μας, θα έλθω στην πατρίδα να καθίσω κοντά σας ένα χρόνο, να ξεκουραστώ)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ντιγλεdώ, σε πορ’πατσήσου στση στράτα
(Ξεκουράζομαι, έχω να περπατήσω στο δρόμο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Δαρά να ντιγνεντίσω
(Tώρα θα ξεκουραστώ)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αναπαύω, ραχατλαντίζω :2