ντιζλέντημα
(ουσ. ουδ.)
ντιζλέντημα
[dizˈledima]
Ουλαγ.
Aπό το ρ. ντιζλεντίζω, όπου και τύπ. ντιζλεdού, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Γονάτισμα
Συνών.
γονάτισμα