ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντικτώ (ρ.) ντικτού [dikˈtu] Ουλαγ. ντικτι-έω [dikˈtieo] Φάρασ. τικτι-έου [tiktiˈeu] Φάρασ. τιχτώ [tixˈto] Σίλ. τικτι-έζω [tiktiˈezo] Φάρασ. Αόρ. ντίξα [ˈdiksa] Ουλαγ. τικτι-έσα [tiktiˈesa] Φάρασ. Προστ. Εν. ντίκντα [ˈdikda] Ουλαγ. Παθ. Αόρ. τιχτίθα [tixˈtiθα] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. dikmek = α) στήνω β) μπήγω γ) φυτεύω δ) για το βλέμμα, καρφώνω ε) πίνω μονορούφι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tikmek και τα παραγωγ. επίθμ. -εύω ή -ιάζω.
1. Στήνω όρθιο, ορθώνω Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ. : Tραβινόσκι τ' χαϊβάνιν του κι πήγιννι, κείνουν γούλου ντίκτσιννι τ' αφτσ̑ά του κι κισ̑νέdζ̑ινι (Τράβαγε το άλογό του και πήγαινε, εκείνο όλο όρθωνε τ' αφτιά του και χλιμίντριζε) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ. Ον γεννήεις, ένα κορίσ̑’, ντίκντα ένα μπαριάκ', να έρτουμ’ (Αν γεννήσεις και είναι κορίτσι, στήσε μιά σημαία να έρθουμε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. κουρντίζω, νταγαντίζω
2. Φυτεύω Ουλαγ., Σίλ. : Να πάρομ' ένα κιο̈σενgί γκαι να ντο ντικτήσομ' ντο bαχτσ̑ά (Θα πάρουμε ένα δαυλί και θα το φυτέψουμε στον κήπο) Ουλαγ. -Κεσ.
3. Για το βλέμμα, καρφώνω Φάρασ. : Τα κόρε σου σο 'μόνα το πουλί τα ντικτίεσες (Τα στραβά σου στο δικό μου το πουλί τα κάρφωσες) Φάρασ. -Grég.
4. Πίνω μονορούφι Φάρασ. : Ήφαρεν ντο qαφιά, φοdές τα πίν’κε ο βασιλός, ήγρεψε πανουφόρου, τικτι-έσε το φιλτζ̑άνι (Έφερε τον καφέ, καθώς τον έπινε ο βασιλιάς κοίταξε προς τα πάνω, κατέβασε μονορούφι το φλιτζάνι) Φάρασ. -Dawk.
5. Μεσοπαθ., μπήγομαι, χώνομαι Σινασσ. : Ας το φόβο τ' ίδρωσεν, τιχτίθην κι άλλ' απέσω (Από τον φόβο του ίδρωσε, χώθηκε πιο μέσα) Σινασσ. -Αρχέλ.