ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρντίζω (ρ.) γουρντίζω [ɣurˈdizo] Σινασσ. γουρντίζου [ɣurˈdizu] Μισθ., Τσελτ. γουρντούζω [ɣurˈduzo] Αξ. qουρτώ [qurˈto] Μαλακ., Φλογ. γουρντώ [ɣurˈdo] Μισθ., Σινασσ. χουρντώ [xurˈdo] Σίλ. γουρτώ [ɣurˈto] Φερτάκ. γουρντι-έω [ɣurdiˈeo] Φάρασ. γουρτι-έου [ɣurtiˈeu] Φάρασ. Αόρ. κούρσα [ˈkursa] Μαλακ., Τροχ. γούρσα [ˈɣursa] Σινασσ. γορντι-έσα [ɣordiˈesa] Φάρασ. Προστ. Πληθ. γορντι-έσετε [ɣordiˈesete] Φάρασ. Εν. γ' Παθ. κουρντιέται [kur'dʝete] Ανακ. Μτχ. γουρτισμένο [ɣurtiˈzmeno] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. kurmak (αορ. kurdı) = α) στήνω β) οργανώνω γ) εξυφαίνω δ) κουρντίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. ρ. κουρδίζω = α) στήνω β) κουρδίζω γ) επιδιορθώνω (Mackridge 2021: 79).
1. Στήνω ό.π.τ. : Γούρ'σεν τσ̑αdίρια κι εκάτσεν (Έστησε σκηνές και εγκαταστάθηκε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Καζάνι γούρτειναμ’, βγάνισκαμ’ ρακού, πούλειναμ' (Στήναμε καζάνι, βγάζαμε ρακί, το πουλάγαμε) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Στα σερνικοί qούρταναν μεριά τραπέζ̑' και σα ναίκες μεριά τραπέζ̑' (Στους άνδρες έστρωναν χωριστά τραπέζι και στις γυναίκες χωριστά τραπέζι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Ένα πρώτο το κούρ’σι το χωριό (Ένας παλιός το έστησε, δηλ. ίδρυσε το χωριό) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ290 || Φρ. Κουρντιέται και κλώθ’ (Στήνεται και γυρίζει˙ για έγκυο που επιδείκνυε την κοιλιά της) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. νταγαντίζω, ντικτώ
β. Στήνω νοικοκυριό, τακτοποιώ, στρώνω Μισθ., Φλογ. : qούρταναν τα σουφράδια, και φάιζάν τα ούλλα ψωμί (Έστρωναν τα τραπέζια και τους τάιζαν όλους ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να κουρντίεις το σοφρά (Να στρώσεις τραπέζι ) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
γ. Στήνω παγίδα Μαλακ., Μισθ. : Γουρντώ ντουζάχια (Στήνω παγίδες ) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Κουρντίζω ρολόι Μαλακ., Μισθ., Σινασσ.
3. Μτφ., μηχανεύομαι, σχεδιάζω Μισθ., Φλογ. : Γούρντανι ντιαβολιές (Μηχανευόταν διαβολιές) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Νιγιέτ qουρτού (Έστησε το σχέδιο˙ σχεδίασε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. σοφίζομαι
4. Ερεθίζω, ξεσηκώνω, «κουρδίζω» κάποιον Μισθ., Σινασσ. : Ογώ να σι γουρντίσου νταρά, να σι μποίκου, να σι μποίκου σκέτο τσ̑ακμάχ νταρά (Εγώ θα σε κουρντίσω τώρα, θα σε κάνω, θα σε κάνω σκέτο μπουρλότο τώρα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αζτουρντίζω, ανασηκώνω, πανασηκώνω