κουρμπετλής
(επίθ.)
γουρμπετλί
[ɣurbetˈli]
Σίλ.
Aπό το τουρκ. επίθ. gurbetli = ξενιτεμένος, μετανάστης.
Ξενιτεμένος
:
Ρεκατέσσαρεις χρόνους κάσιτι γουρμπετλί
(Δεκατέσσερις χρόνους έμεινε ξενιτεμένος)
Σίλ.
-Dawk.
Συνών.
γιαμπαντζής, ξενιτευτής, ξένος :2