ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρκουβάτσι (ουσ. ουδ.) κουρκουβάτσι [kurkuˈvatsi] Φάρασ. κουρκουβάτσ̑' [kurkuˈvatʃ] Ανακ., Μισθ. κουρκουβάdζι [kurkuˈvadzi] Σινασσ., Τελμ. καρκουβάdζι [karkuˈvadzi] Σινασσ. καρκαλούτζι [karkaˈludzi] Ποτάμ. Αγν. ετύμ., πιθ. σχετίζεται με το διαλεκτ. ουσ. αρκοβατιά (ΙΛΝΕ), όπου και αρκουδοβατιά.
1. Καρπός αγριοτριανταφυλλιάς ό.π.τ. : || Φρ. 'ντον φέρει ο Μάης κρέπαλα, το γκούλι κουρκουβάτσ̑α (Όταν φέρει ο Μάιος φραγκοστάφυλα και το τριαντάφυλλο βγάλει κουρκουβάτσια˙ λέγεται για κάτι που είτε αργεί πολύ να πραγματοποιηθεί ή είναι απίθανο να συμβεί) Ανακ. -Κωστ.Α. || Ασμ. Αν ποίκ' η βάτος κλέπαρο κι η αλούτσα κουρκουβάdζι
Το τζίντζυφο μαλάσκενο κι εγώ να μη περμένω
(Αν κάνει η βάτος φραγκοστάφυλα κι η αγριοδαμασκηνιά κουρκουβάτζι
η τζιτζυφιά δαμάσκηνα, κι εγώ θα πάψω να περιμένω)
Τελμ. -Αλεκτ.Άσμ.
2. Αγριοτριανταφυλλιά Ποτάμ.