κουρμπαγού
(ουσ. ουδ.)
κουρμπαγού
[kurbaˈɣu]
Ανακ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kurbağa = βάτραχος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kurbağı. Για την σημ. πβ. kurbağacık = α) βατραχάκι β) κόρυζα γ) φουσκάλες στον ουρανίσκο των μικρών παιδιών.
2. Αδενίτιδα, παιδική ασθένεια που αντιμετώπιζαν με άλειμμα από κοπανισμένους βατράχους
Μισθ.