ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρμπαγού (ουσ. ουδ.) κουρμπαγού [kurbaˈɣu] Ανακ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. kurbağa = βάτραχος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kurbağı. Για την σημ. πβ. kurbağacık = α) βατραχάκι β) κόρυζα γ) φουσκάλες στον ουρανίσκο των μικρών παιδιών.
1. Βάτραχος Ανακ. : Κουρλαντά το κουρμπαγού (Κοάζει ο βάτραχος) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. βάθρακας
2. Αδενίτιδα, παιδική ασθένεια που αντιμετώπιζαν με άλειμμα από κοπανισμένους βατράχους Μισθ.