κουρόκκο (II)
(ουσ. ουδ.)
κουρόκκο
[kuˈroko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κουλούρι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο, με ομαλή για το ιδ. αποβολή μεσοφωνηεντικού [l].
Πβ.
κουλουρόπο
Μικρή φραντζόλα ψωμί, καρβελάκι
:
Τσ̑αι είπεν ντι: «Αφ, το κουρόκκο, πιέσ' το κουρόκκο»
(Και του είπε: «Τώρα, το καρβελάκι, πιάσε το καρβελάκι»)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γκιουλουτζούκα, κουλουρόπο, Πβ.
σιμίτι, χαλκάς