ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρόκκο (II) (ουσ. ουδ.) κουρόκκο [kuˈroko] Φάρασ. Από το ουσ. κουλούρι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο, με ομαλή για το ιδ. αποβολή μεσοφωνηεντικού [l]. Πβ. κουλουρόπο
Μικρή φραντζόλα ψωμί, καρβελάκι : Τσ̑αι είπεν ντι: «Αφ, το κουρόκκο, πιέσ' το κουρόκκο» (Και του είπε: «Τώρα, το καρβελάκι, πιάσε το καρβελάκι») Φάρασ. -Dawk. Συνών. γκιουλουτζούκα, κουλουρόπο, Πβ. σιμίτι, χαλκάς