κουρουλτατίζω
(ρ.)
qουρουλτατίζω
[qurultaˈtizo]
Μαλακ.
Aπό το τουρκ. ρ. güruldemek = παράγω δυνατό θόρυβο.
Πβ.
κουρουλτούς
Γουργουρίζω
:
Καργιά μ' κουρουλτατίζ'
(Η κοιλιά μου γουργουρίζει)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.