ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρμπέτι (ουσ. ουδ.) γκουρμπέτ' [gurˈbet] Ουλαγ. κουρμπέτ' [kurˈbet] Ανακ., Ουλαγ. qουρπέτ' [qurˈpet] Φλογ. γουρμπέτ' [ɣurˈbet] Τσαρικ. γουρπέτ' [ɣurˈpet] Μισθ. γουρμπέτ͑ι [ɣurˈbetʰi] Φάρασ. γουρπα̈́τ͑ι [ɣurˈpætʰi] Αφσάρ. γουρπέτσ̑ι [ɣurpetʃi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. gurbet = α) ξενιτειά, ξένος τόπος β) διαλεκτ., τσιγγάνος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kurbet.
1. Ξενιτιά, ξένος τόπος ό.π.τ. : Κειότον σο qουρπέτ' (Ήταν στην ξενιτιά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Απ΄ ντο κουρμπέτ' έφερε γκαι ντο μάνα τ' (Έφερε και την μάνα του από την ξενιτιά) Ουλαγ. -Dawk. Έρσ̑ιται άνdρας μου οπ’ γουρπέτσ̑ι (Έρχεται ο άντρας μου από την ξενιτιά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Ντέκα χρόνους σου γουρμπέτ', τάφ'σα ζαχμάτ' (Δέκα χρόνους στην ξενιτειά, τράβηξα βάσανα) Τσαρικ. -Καραλ. Συνών. αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπετλίκι
2. Τσιγγάνος Ανακ.