κουρμπέτι
(ουσ. ουδ.)
γκουρμπέτ'
[gurˈbet]
Ουλαγ.
κουρμπέτ'
[kurˈbet]
Ανακ., Ουλαγ.
qουρπέτ'
[qurˈpet]
Φλογ.
γουρμπέτ'
[ɣurˈbet]
Τσαρικ.
γουρπέτ'
[ɣurˈpet]
Μισθ.
γουρμπέτ͑ι
[ɣurˈbetʰi]
Φάρασ.
γουρπα̈́τ͑ι
[ɣurˈpætʰi]
Αφσάρ.
γουρπέτσ̑ι
[ɣurpetʃi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. gurbet = α) ξενιτειά, ξένος τόπος β) διαλεκτ., τσιγγάνος, όπου και διαλεκτ. τύπ. kurbet.
1. Ξενιτιά, ξένος τόπος
ό.π.τ.
:
Κειότον σο qουρπέτ'
(Ήταν στην ξενιτιά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Απ΄ ντο κουρμπέτ' έφερε γκαι ντο μάνα τ'
(Έφερε και την μάνα του από την ξενιτιά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Έρσ̑ιται άνdρας μου οπ’ γουρπέτσ̑ι
(Έρχεται ο άντρας μου από την ξενιτιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Ντέκα χρόνους σου γουρμπέτ', τάφ'σα ζαχμάτ'
(Δέκα χρόνους στην ξενιτειά, τράβηξα βάσανα)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Συνών.
αξενίτσα, γαριπλίκι :1, γιαμπάνι :3, γιαμπαντζιλίκι :2, κουρμπετλίκι
2. Τσιγγάνος
Ανακ.