ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρνί (ουσ. ουδ.) κουρνί [kurˈni] Σινασσ. Από το μεταγν. ουσ. κρουνίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κρουνός, με μετάθ. του [r].
Ο κρουνός της βρύσης : Του τσ̑οσ̑μαδιού το κ͑ουρνί παγούρωσεν (Πάγωσε ο κρουνός της βρύσης) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Συνών. μουσλούκι :1