κουρνί
(ουσ. ουδ.)
κουρνί
[kurˈni]
Σινασσ.
Από το μεταγν. ουσ. κρουνίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κρουνός, με μετάθ. του [r].
Ο κρουνός της βρύσης
:
Του τσ̑οσ̑μαδιού το κ͑ουρνί παγούρωσεν
(Πάγωσε ο κρουνός της βρύσης)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Συνών.
μουσλούκι :1