ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κουρουλντίζω (ρ.) qουρουλτι̂́ζω [qurulˈtɯzo] Μαλακ. γουρουλτίζω [ɣurulˈtizo] Σινασσ. γουρουλντούζω [ɣurulˈduzo] Αξ. γουρουλντίζου [ɣurulˈdizu] Μισθ. κουρουλτώ [kurulˈto] Σίλατ., Φλογ. γουρουλντώ [ɣurulˈdo] Σινασσ. γουρουλτώ [ɣurulˈto] Σινασσ., Τσουχούρ. Αόρ. κουρούλ'σα [kuˈrulsa] Ανακ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kurulmak = α) στήνομαι β) τακτοποιούμαι γ) τεντώνομαι δ) κορδώνομαι ε) βολεύομαι, κάθομαι αναπαυτικά, παθ. του ρ. kurmak = κουρντίζω.
1. Προετοιμάζομαι, στήνομαι, τακτοποιούμαι Μισθ., Φλογ. : Ύστερα κουρουλτούν τα τραπέζ̑α και κόσμος τρώγ'-πίν' και ταγιλτά, και αβούτσα τελειών' το γάμος (Ύστερα στρώνονται (στήνονται) τα τραπέζια και ο κόσμος τρωγοπίνει και σκορπίζεται και έτσι τελειώνει ο γάμος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
2. Βολεύομαι, κάθομαι αναπαυτικά Ανακ. : || Φρ. Δόξα κουρούλ’σεν, να μη βρέξ’ άλλο (Το ουράνιο τόξο κάθισε αναπαυτικά, δεν θα βρέξει άλλο˙ προγνωστικό για το τέλος της βροχόπτωσης) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γερλεστίζω :1, στρώνω :3
3. Μτφ., υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι ό.π.τ. : Γουρουλτά τσ̑όγας, τεμέκ πήριν α γιαμάνι γαϊδίρι (Περηφανεύεται κιόλας ότι τάχα πήρε ένα ρωμαλέο γαϊδούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.