κουρουλντίζω
(ρ.)
qουρουλτι̂́ζω
[qurulˈtɯzo]
Μαλακ.
γουρουλτίζω
[ɣurulˈtizo]
Σινασσ.
γουρουλντούζω
[ɣurulˈduzo]
Αξ.
γουρουλντίζου
[ɣurulˈdizu]
Μισθ.
κουρουλτώ
[kurulˈto]
Σίλατ., Φλογ.
γουρουλντώ
[ɣurulˈdo]
Σινασσ.
γουρουλτώ
[ɣurulˈto]
Σινασσ., Τσουχούρ.
Αόρ.
κουρούλ'σα
[kuˈrulsa]
Ανακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. kurulmak = α) στήνομαι β) τακτοποιούμαι γ) τεντώνομαι δ) κορδώνομαι ε) βολεύομαι, κάθομαι αναπαυτικά, παθ. του ρ. kurmak = κουρντίζω.
1. Προετοιμάζομαι, στήνομαι, τακτοποιούμαι
Μισθ., Φλογ.
:
Ύστερα κουρουλτούν τα τραπέζ̑α και κόσμος τρώγ'-πίν' και ταγιλτά, και αβούτσα τελειών' το γάμος
(Ύστερα στρώνονται (στήνονται) τα τραπέζια και ο κόσμος τρωγοπίνει και σκορπίζεται και έτσι τελειώνει ο γάμος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
2. Βολεύομαι, κάθομαι αναπαυτικά
Ανακ.
:
|| Φρ.
Δόξα κουρούλ’σεν, να μη βρέξ’ άλλο
(Το ουράνιο τόξο κάθισε αναπαυτικά, δεν θα βρέξει άλλο˙ προγνωστικό για το τέλος της βροχόπτωσης)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γερλεστίζω :1, στρώνω :3
3. Μτφ., υπερηφανεύομαι, κορδώνομαι
ό.π.τ.
:
Γουρουλτά τσ̑όγας, τεμέκ πήριν α γιαμάνι γαϊδίρι
(Περηφανεύεται κιόλας ότι τάχα πήρε ένα ρωμαλέο γαϊδούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.