ψηλώνω
(ρ.)
ψηλώνου
[psi'lonu]
Μισθ.
ψελώνω
[pse'lono]
Αξ., Γούρδ.
ψεώνου
[pse'onu]
Φάρασ.
τσηώνου
[tsiˈonu]
Φάρασ.
Αόρ.
αψέλωσα
[aˈpselosa]
Γούρδ.
ψέωσα
[ˈpseosa]
Φάρασ.
τσήωσα
[ˈtsiosa]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. ὑψηλώνω.
1. Σηκώνω ψηλά
Φάρασ.
:
|| Ασμ.
Σα ψεώνεις τα βροσ̑όνε σ', 'σπρίζουν τα σ̑έρε σ' αντί σ̑όν
(Όταν σηκώνεις ψηλά τα μπράτσα σου, ασπρίζουν τα χέρια σου σαν το χιόνι)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
2. Ψηλώνω
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ψέουσιν ο χαβάς
(Ψήλωσε ο καιρός˙ άνοιξε, καθάρισε ο καιρός)
-Παπαστ.-Καρακ.
Συνών.
γιξκλεντώ :1
β.
Αναπτύσσομαι, και για φυτά βλασταίνω
Φάρασ.
:
'σον gαι ψελών' ψελιανίσ̑κ'
(Όσο ψηλώνει, αδυνατίζει
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
3. Μτφ., υπερηφανεύομαι
Αξ.
4. Ανατέλλω
Φάρασ.
:
Τ’ άστρο τσήωσε
(Το άστρο ανέτειλε)
Φάρασ.
-Dawk.
Τζήωσεν όηλος
(Ανέτειλε ο ήλιος)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
αυγάζω :1, βγαίνω :6, γεννώ :2, τσαβτίζω, ψηλώνω :4