ψήνω
(ρ.)
ψήνω
[ˈpsino]
Ανακ., Γούρδ.
ψ̑ήνω
[ˈpʃino]
Αξ., Αραβαν., Φλογ.
ψήνου
[ˈpsinu]
Μισθ., Σίλ.
ψ̑ήνου
[ˈpʃinu]
Μαλακ., Μισθ., Σίλ.
ψένω
[ˈpseno]
Κίσκ., Φάρασ., Φκόσ.
ψηνίσ̑κω
[psiˈniʃkο]
Αραβαν.
Παρατατ.
ψήνισκα
[ˈpsiniska]
Αραβ., Γούρδ.
ψ̑ήνισ̑κα
[ˈpʃiniʃka]
Γούρδ., Μισθ.
ψήνισ̑κα
[ˈpsiniʃka]
Αξ., Τροχ.
ψ̑ήνισ̑γκα
[ˈpʃiniʃga]
Ουλαγ.
ψήνιξα
[ˈpsiniksa]
Μισθ.
ψ̑ήνιξα
[ˈpʃiniksa]
Σίλατ.
ψ̑ήσ̑κα
[ˈpʃiʃka]
Αξ.
ψένισκα
[pseniska]
Τσελτ.
ψένκα
[ˈpseŋka]
Φάρασ.
ψένκινα
[ˈpseŋcina]
Αφσάρ.
Αόρ.
έψησα
[ˈepsisa]
Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
έψ̑ησα
[ˈepʃisa]
Αξ., Ουλαγ., Φλογ.
έψα
[ˈepsa]
Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
Υποτ.
ψήσω
[ˈpsiso]
Αραβαν., Φάρασ.
ψ̑ήσω
[ˈpʃiso]
Αξ., Τελμ.
ψήσου
[ˈpsisu]
Μισθ.
Προστ.
ψήσι
[ˈpsisi]
Μαλακ., Μισθ.
ψήσ'
[psis]
Αφσάρ., Φάρασ.
Παθ. Εν.
ψήνουμαι
[ˈpsinume]
Γούρδ.
ψ̑ήνουμαι
[ˈpʃinume]
Αξ.
ψ̑ήνουμι
[ˈpʃinumi]
Μαλακ.
ψένουμαι
[ˈpsenume]
Φάρασ.
Παρατατ.
ψηνιόδουμι
[psiˈɲoðumi]
Μισθ.
ψέομαι
[ˈpseome]
Ανακ.
Αόρ.
ψήτηκα
[ˈpsitika]
Σίλ.
ψήθα
[ˈpsiθa]
Μαλακ.
ψ̑ήθα
[ˈpʃiθa]
Σίλατ.
ψ̑ήχα
[ˈpʃixa]
Αξ., Γούρδ.
Υποτ.
ψητώ
[psiˈto]
Σίλ.
ψηχώ
[psiˈxo]
Μισθ.
Μτχ.
ψημένο
[psiˈmeno]
Γούρδ., Φάρασ.
ψ̑ημένο
[pʃiˈmeno]
Φλογ.
Από το μεσν. ρ. ψήνω από το αρχ. ἕψω = βράζω με μεταπλ. με βάση τον αόρ. ἥψησα με επανανάλυση ἥ-ψησα. Το ψένω πιθανότατα μεσν., βλ. τον πρτ. έψενα. Η σημ. 4 οφείλεται στο ότι το συγκεκριμένο πλύσιμο γινόταν με καυτό νερό. Το ψ̑ηνίσ̑κω με βάση το μη συνοπτ. θ. ψήν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Μαγειρεύω
ό.π.τ.
:
Το σπίτ' φ'καλεί το, ορτών', φορτών', ψ̑ήν'
(Το σπίτι το σκουπίζει, συγυρίζει, συμμαζεύει, μαγειρεύει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Εκού τρώισ̑γκαν, ψ̑ήνισ̑γκαν
(Εκεί έτρωγαν, μαγείρευαν)
Ουλαγ.
-Dawk.
Ψένκε τα περdίτσ̑ια· του βασιλό ο υγιός βρισκίνκεν ντα ψημένα
(Μαγείρευε τα περδίκια· ο γιος του βασιλιά τα έβρισκε μαγειρεμένα)
Φάρασ.
-Dawk.
Ψήνιξαμ' ντα παχλά σου τουdούρ'
(Μαγειρεύαμε τα φασόλια στο ταντούρι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το κρα̈́ς του έψησάν ντα, έφαγάν ντα
(Το κρέας του το μαγείρεψαν, το έφαγαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντ' άβια έψ̑ησέν ντa, έφαέν ντa
(Τα έψησε τα κυνήγια, τα έφαγε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τοπλάτ'σεν ντο πουλί. Είπεν ντι κι "'α σε ντα ψήσω»
(Πήρε το πουλί. Είπε «Θα σου το μαγειρέψω»)
Φάρασ.
-Dawk.
Αdένα φσάκ', ψήσ' τα
(Άντε σφάξ' το, μαγείρεψ' το)
Φάρασ.
-Dawk.
Πήεν ήφερεν τρία δούλες, άλλος έψησεν το φαΐ, άλλος σκούπισε, άλλος σφουγγάρισε
(Πήγε και έφερε τρεις δούλες, άλλη μαγείρεψε το φαγητό, άλλη σκούπισε, άλλη σφουγγάρισε )
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ψήσι λία φακούϊα, ψήσι λία παχλά
(Μαγείρεψε λίγες φακές, μαγείρεψε ρεβίθια )
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Παροιμ.
Στον τ͑εντζ̑ερέ ψ̑ήν', στο γαπάχ̇i τ' τρώγ̑'
(Στον τέντζερη μαγειρεύει, στο καπάκι του τρώει˙ Είναι ολιγαρκής ή τσιγκούνης)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Ψήνω
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ψήνουμ' ντου σ̑τάρ', σ̑άνουμ' ντου κόλλ’φα
(Ψήνουμε το σιτάρι, κάνουμε τα κόλλυβα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ψ̑ήσ̑κεν ένα γεμέκ' και τρώισ̑καν ντα φσ̑άχα τ'
(Έψηνε ένα καρβέλι και έτρωγαν τα παιδιά της)
Αξ.
-Dawk.
Να ιδούμι το ψωμί, έψησιν ντα;
(Να δούμε το ψωμί, το έψησε;)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Σ̑ήμερα μη 'πόμ'νει ντεΐ, ντεν έψ̑ησα φαΐ
(Δεν θα μείνει σήμερα, δεν έψησα φαΐ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ατένα φσάκ' τα, ψήσ' τα
(Αυτόν σφάξ' τον, ψήσ' τον)
Φάρασ.
-Dawk.
Έσ̑ει αμ μπερντίτζ̑ι ση νιστία πάνου. Ψένεται.
(Έχει ένα περδίκι πάνω στην φωτιά. Ψήνεται)
Φάρασ.
-Dawk.
Κόλλαναν 'ντετσ̑ού ντα ψωμιά, ψηνιόδαν τσ̑ι βγάλλιξαν, τρώιξαν ψωμί
(Κολλούσαν εκεί πέρα (στα τοιχώματα του ταντουριού) τα ψωμιά, ψήνονταν και έβγαζαν, τρώγανε ψωμί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έφαρεν ντα, μούχ'σεν ντα ση νιστία, ψήθη
(Τον έβγαλε έξω (από την κρυψώνα του), τον έσπρωξε μέσα στην φωτιά, ψήθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
Σ̑έλ’ να ψητεί νιούγου
(Χρειάζεται να ψηθεί λίγο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ηύρανε ση νιστία πάνου το πουλόκ-κο ψημένο
(Βρήκανε το πουλάκι ψημένο πάνω στην φωτιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Ένα γούπα, χέξαμε ξύλα μέσα, κεμbρέα μέσα, χέκισκαν λαμαρίνα πάνω κι εκεί ψήνισ̑καν κιόλας· καχούταν κιόλας για ζέστη
(Μια γούβα (φτιάχναμε για το ταντούρι), βάζαμε μέσα ξύλα (και) ξεραμένη κοπριά, βάζαν λαμαρίνα από πάνω κι εκεί έψηναν κιόλας· κάθονταν κιόλας για ζέστη)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
ψ̑ήχεν;
(Ψήθηκε;˙ Ερώτηση αν έχουν κρυφτεί όλοι οι παίχτες στο παιχνίδι κρυφτό)
Αξ.
-Μαυροχ.
To 'μό το κεφάλ τα ήρτανε, ψ̑ημένο τ' ορνίθ' το κεφάλ’ δεν ήρτανε
(Αυτά που μου ήρθαν στο κεφάλι δεν ήρθαν ούτε στο κεφάλι της ψημένης κότας˙ λέγεται όταν κάποιου του συμβαίνουν πολλές συμφορές)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Ασμ.
Τσ̑είνdι ένα γ̇ιριά, ψήν' ψήν', τρώω τσ̑ι γαϊdουριού τ' αφτιά
(Είναι μιά γριά, ψήνει ψήνει, τρώω και τ' αυτιά του γαϊδουριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
χασεύω
3. Βράζω
Μισθ., Σίλ., Φάρασ.
:
Ψ̑ήνου φάημά μου
(Βράζω το φαγητό μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ένα καφεδάκι να ψήσου;
(Ένα καφεδάκι να ψήσω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έμbσεν ντα σο χαριένι, ψήθη
(Την έβαλε στο καζάνι, έβρασε)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βράζω :1, ζένω, χασεύω, χασλαντίζω
4. Πλένω το νήμα με το οποίο θα φτιαχτεί η κάπα ή τον κετσέ
Μισθ.
:
Ελάτ', σ̑ήμερα να ψήσουμ' κετσ̑έ
(Ελάτε, σήμερα θα πλύνουμε τον κετσέ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
5. Μεσοπαθ., ζεσταίνομαι
Μισθ.
:
Να ντου ζέεις ντου χώμα, να ψηχούν, να σφίξουν τα μπατζάχια τ'
(Να το ζεστάνεις το χώμα, να ζεσταθούν, να σφίξουν τα μεριά της (ενν. της λεχώνας μιά δυο μέρες μετά τον τοκετό))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
6. Μεσοπαθ., για πληγές, "ψήνομαι" με αλάτι
Μισθ.
:
Σ̑έροσκαν αλυκό, άλας να ψηχεί
(Έβαζαν αλμυρό, αλάτι να ψηθεί (η πληγή και να περάσει))
-Κωστ.Μ.