ψιλός
(επίθ.)
ψ̑ιλός
[pʃi'los]
Σίλ.
ψιλό
[psiˈlo]
Μισθ.
ψελό
[pse'lo]
Αραβαν., Μαλακ., Φλογ.
Από το αρχ. επιθ. ψιλός = γυμνός, σκέτος, αποψιλωμένος.
1. Λεπτός, ψιλός
ό.π.τ.
:
Ψιλό αλεύρι
(Ψιλό αλεύρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ψελό χτέν'
(Λεπτό χτένι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Το σό το πουδάρι σ' είναι παχύ, μάνα μ' είναι ψελό
(Το δικό σου το ποδάρι είναι παχύ, το δικό μου είναι λεπτό)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Χερίεις μι κόσα, να χερίεις πιλιάρ', αβαλντανού ατό ου ψιλό ντου πιλιάρ'
(Θερίζεις με την κόσα, να θερίζεις σίκαλη, την παλιά, αυτή την ψιλή τη σίκαλη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
φτενός :1, ψευτίτικος
2. Ως ουσ., ψίχουλο
Σίλ.
:
Ψωμιού τα ψιλά
(Τα ψίχουλα του ψωμιού)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γιριντί, ψιχίδι :1