ψόφημα
(ουσ. ουδ.)
ψόφημα
[ˈpsofima]
Μισθ., Σίλ.
ψόφισμα
[ˈpsofizma]
Φλογ.
Από το μετάγν. ουσ. ψόφημα = θόρυβος. Η σημασιολ. μεταβολή μέσω του ρ. ψοφώ.
1. Θάνατος κυρ. ζώου
Μισθ., Σίλ.
2. Η εξουδετέρωση ενός παίχτη σε παιχνίδια τύπου ξυλίκι
Φλογ.