ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψόφημα (ουσ. ουδ.) ψόφημα [ˈpsofima] Μισθ., Σίλ. ψόφισμα [ˈpsofizma] Φλογ. Από το μετάγν. ουσ. ψόφημα = θόρυβος. Η σημασιολ. μεταβολή μέσω του ρ. ψοφώ.
1. Θάνατος κυρ. ζώου Μισθ., Σίλ. Συνών. θάνατος, πέθαμα :1, πεθαμός, πεθάνσιμο, χάνημα :2, χάσιμο :1
2. Η εξουδετέρωση ενός παίχτη σε παιχνίδια όπως το ξυλίκι Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 22/02/2025