ψοφώ
(ρ.)
ψοφώ
[psoˈfo]
Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
ψοφού
[psoˈfu]
Ουλαγ.
Παρατατ.
ψόφανα
[ˈpsofana]
Φλογ.
ψόφεινα
[ˈpsofina]
Τροχ.
ψοφάνκανα
[psoˈfaŋkana]
Φάρασ.
ψοφάνκινα
[psoˈfaŋcina]
Αφσάρ.
Αόρ.
εψόφ'σα
[eˈpsofsa]
Αξ.
ψόφεσα
[ˈpsofesa]
Τροχ.
ψόφ'σα
[ˈpsofsa]
Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
ψόφτσα
[ˈpsoftsa]
Φάρασ.
ψόφσινα
[ˈpsofsina]
Αφσάρ.
Υποτ.
ψoφήσω
[psoˈfiso]
Αξ., Αφσάρ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
ψoφήσου
[psoˈfisu]
Μισθ.
Προστ.
ψόφα
[ˈpsofa]
Μαλακ., Φάρασ.
Παθ. Μτχ.
ψοφημένους
[psofiˈmenus]
Σίλ.
ψοφισμένος
[psofiˈzmeno]
Φάρασ.
ψοφισμένο
[psofiˈzmeno]
Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. ψοφέω-ῶ =κάνω κρότο. Η σημ. ‘για ζώα, πεθαίνω’ μεταγν. Ο μτχ. τύπ. ψοφισμένος από μεσν. ρ. ψοφίζομαι, το οπ. με μεταπλ. από το αρχ. ρ. λόγω ομοηχίας των αορ. δομών -ησα και -ισα των ρ. σε -ῶ και -ίζω.
1. Κυρίως για αλλοθρήσκους, πεθαίνω
Καππ.
:
Δώκαν ντα, ψόφ'τσε
(Τον χτύπησαν, πέθανε)
Φάρασ.
-Dawk.
'μεις 'εννόμαστ' αδα̈́, 'α ψοφήσουμ' αδα̈́
(Εμείς εδώ γεννηθήκαμε, εδώ θα πεθάνουμε)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Δώντζ̑εν το ψοφισμένο το νομάτη
(Χτύπησε τον ήδη νεκρό άνθρωπο)
Φάρασ.
-Dawk.
Ντεβρέσ̑ης ψόφ'σε
(Ο δερβίσης πέθανε)
Φλογ.
-Dawk.
Είπιν ντι ντου μυ'ού αφτέν «Συ μπάλι 'α ψοφήσ'ς, ντζ̑ο δίδου τα». 'του παγαίνκινι αdζ̑εί, σως τηνευίdζα ψοφάνκεινι
(Είπε ο ιδιοκτήτης του μύλου (στον φτωχό που του τον ζητούσε) «Εσύ ακόμα κι αν πεθάνεις, δεν σου τον δίνω». Καθώς πήγαινε εκεί, μέχρι την αυγή πέθαινε (ο φτωχός).)
Αφσάρ.
-Dawk.
Πάλε μ' δε ψόφ'σες;
(Ακόμα δεν ψόφησες;)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Ω π’ να ψόφ’σες!
(Ω που να πέθαινες˙ Ύβρις)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 637
|| Παροιμ.
Εμείς αμ ψοφήσουμ' αζ' νησ̑τικάγια, λέν μας "Έφαγαν πολύ και τσ̑ατλάτ'σαν»
(Εμείς αν πεθάνουμε απ' την πείνα, μας λένε "Έφαγαν πολύ κι έσκασαν»˙ Όταν κάποιος αγνοεί τη δυστυχία του άλλου και αποδίδει την κατάστασή του σε άλλες αιτίες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Γεια σου και χαρά σου, να ψοφήσ' η πεθερά σου
(Γεια και χαρά σου, να πεθάνει η πεθερά σου˙ Το έλεγαν χάριν αστειότητας όταν κάποιος φταρνιζόταν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
καμμώνω, πληρώνω, αποδιαβαίνω, πεθαίνω
2. Για ζώο, ψοφώ
ό.π.τ.
:
Ντεν εψόφ'σεν, ακούμ' σαλεύ'
(Δεν ψόφησε, ακόμα κουνιέται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ' άλογο τ' ασ' την 'πεστασιά τ' ψόφ'σεν
(Το άλογό του από την κούραση ψόφησε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
'Φήκαν ντα είκοσι μέρες, ψόφ'σε το γαϊρίδι
(Το άφησαν (χωρίς τροφή) είκοσι μέρες, ψόφησε το γαϊδούρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Εσυράν ντα το λαχτόρι, το λαχτόρι ψόφ΄τσε
(Το πυροβόλησαν τον πετεινό, ο πετεινός πέθανε)
Φάρασ.
-Dawk.
-Πού ένι το χαριένι μας; -Ψόφ'σι, είπεν ντι ο Χότζας. Η ναίκα παγίρσεν: "Με Χότζα, δομένο μη 'ίνεσαι! Το πακιρένιο χαριένι τους ψοφά ποτέ;"
(-Πού είναι το καζάνι μας; -Πέθανε, είπε ο Χότζας. Η γυναίκα ξεφώνισε: "Μα Χότζα, μην τρελαίνεσαι, το μπακιρένια καζάνιο πώς μπορεί να πεθάνει;")
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ήφ'ραμ' του ψοφημένου
(Το βρήκαμε ψόφιο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Του ψοφά το γαϊρίδι 'σ' το λύκο τζ̑ο φοβείται
(Το γαϊδούρι που ψοφά δεν φοβάται τον λύκο˙ Ο φτωχός ή χρεωκοπημένος δεν φοβάται τις απειλές των δανειστών ότι θα τους πάρουν ό,τι έχουν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ασ' το ψοφισμένο το πρόβατο άλειμμα ντε βγαίν'
(Από το ψόφιο πρόβατο βούτυρο δεν βγαίνει˙ Δεν μπορείς να αποκομίσεις τίποτα από κάτι που είναι εντελώς αχρηστευμένο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Αραντι̂́ζ̑' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέτ-ταλά τ'νε
(Ψάχνει για ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ Για όσους προσπαθούν να ωφεληθούν από τις ατυχίες άλλων)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γκεμπερντώ
3. Μτφ., υποφέρω πάρα πολύ από κάτι, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής
Μισθ., Φάρασ.
:
Ψόφ'σα απ' λίψα
(Ψόψησα στην δίψα)
-Κοτσαν.
Δώτσ̑ις τα τσ̑ιπ ση χώρα τσ̑αι σύ ψοφάς 'σ' την πείνα
(Τα έδωσες όλα στους ξένους και εσύ ψοφάς από την πείνα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Συνών.
γκεμπερντώ, τραβώ, ζορλαντίζω