ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ψοφώ (ρ.) ψοφώ [psoˈfo] Αξ., Αραβαν., Αφσάρ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τροχ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. ψοφού [psoˈfu] Ουλαγ. Παρατατ. ψόφανα [ˈpsofana] Φλογ. ψόφεινα [ˈpsofina] Τροχ. ψοφάνκανα [psoˈfaŋkana] Φάρασ. ψοφάνκινα [psoˈfaŋcina] Αφσάρ. Αόρ. εψόφ'σα [eˈpsofsa] Αξ. ψόφεσα [ˈpsofesa] Τροχ. ψόφ'σα [ˈpsofsa] Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. ψόφτσα [ˈpsoftsa] Φάρασ. ψόφσινα [ˈpsofsina] Αφσάρ. Υποτ. ψoφήσω [psoˈfiso] Αξ., Αφσάρ., Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ. ψoφήσου [psoˈfisu] Μισθ. Προστ. ψόφα [ˈpsofa] Μαλακ., Φάρασ. Παθ. Μτχ. ψοφημένους [psofiˈmenus] Σίλ. ψοφισμένος [psofiˈzmeno] Φάρασ. ψοφισμένο [psofiˈzmeno] Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Φάρασ. Από το αρχ. ρ. ψοφέω-ῶ =κάνω κρότο. Η σημ. ‘για ζώα, πεθαίνω’ μεταγν. Ο μτχ. τύπ. ψοφισμένος από μεσν. ρ. ψοφίζομαι, το οπ. με μεταπλ. από το αρχ. ρ. λόγω ομοηχίας των αορ. δομών -ησα και -ισα των ρ. σε -ῶ και -ίζω.
1. Κυρίως για αλλοθρήσκους, πεθαίνω Καππ. : Δώκαν ντα, ψόφ'τσε (Τον χτύπησαν, πέθανε) Φάρασ. -Dawk. 'μεις 'εννόμαστ' αδα̈́, 'α ψοφήσουμ' αδα̈́ (Εμείς εδώ γεννηθήκαμε, εδώ θα πεθάνουμε) Φάρασ. -Ανδρ. Δώντζ̑εν το ψοφισμένο το νομάτη (Χτύπησε τον ήδη νεκρό άνθρωπο) Φάρασ. -Dawk. Ντεβρέσ̑ης ψόφ'σε (Ο δερβίσης πέθανε) Φλογ. -Dawk. Είπιν ντι ντου μυ'ού αφτέν «Συ μπάλι 'α ψοφήσ'ς, ντζ̑ο δίδου τα». 'του παγαίνκινι αdζ̑εί, σως τηνευίdζα ψοφάνκεινι (Είπε ο ιδιοκτήτης του μύλου (στον φτωχό που του τον ζητούσε) «Εσύ ακόμα κι αν πεθάνεις, δεν σου τον δίνω». Καθώς πήγαινε εκεί, μέχρι την αυγή πέθαινε (ο φτωχός).) Αφσάρ. -Dawk. Πάλε μ' δε ψόφ'σες; (Ακόμα δεν ψόφησες;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Ω π’ να ψόφ’σες! (Ω που να πέθαινες˙ Ύβρις) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 637 || Παροιμ. Εμείς αμ ψοφήσουμ' αζ' νησ̑τικάγια, λέν μας "Έφαγαν πολύ και τσ̑ατλάτ'σαν» (Εμείς αν πεθάνουμε απ' την πείνα, μας λένε "Έφαγαν πολύ κι έσκασαν»˙ Όταν κάποιος αγνοεί τη δυστυχία του άλλου και αποδίδει την κατάστασή του σε άλλες αιτίες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Γεια σου και χαρά σου, να ψοφήσ' η πεθερά σου (Γεια και χαρά σου, να πεθάνει η πεθερά σου˙ Το έλεγαν χάριν αστειότητας όταν κάποιος φταρνιζόταν) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. καμμώνω, πληρώνω, αποδιαβαίνω, πεθαίνω
2. Για ζώο, ψοφώ ό.π.τ. : Ντεν εψόφ'σεν, ακούμ' σαλεύ' (Δεν ψόφησε, ακόμα κουνιέται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τ' άλογο τ' ασ' την 'πεστασιά τ' ψόφ'σεν (Το άλογό του από την κούραση ψόφησε) Σινασσ. -Αρχέλ. 'Φήκαν ντα είκοσι μέρες, ψόφ'σε το γαϊρίδι (Το άφησαν (χωρίς τροφή) είκοσι μέρες, ψόφησε το γαϊδούρι) Φάρασ. -Dawk. Εσυράν ντα το λαχτόρι, το λαχτόρι ψόφ΄τσε (Το πυροβόλησαν τον πετεινό, ο πετεινός πέθανε) Φάρασ. -Dawk. -Πού ένι το χαριένι μας; -Ψόφ'σι, είπεν ντι ο Χότζας. Η ναίκα παγίρσεν: "Με Χότζα, δομένο μη 'ίνεσαι! Το πακιρένιο χαριένι τους ψοφά ποτέ;" (-Πού είναι το καζάνι μας; -Πέθανε, είπε ο Χότζας. Η γυναίκα ξεφώνισε: "Μα Χότζα, μην τρελαίνεσαι, το μπακιρένια καζάνιο πώς μπορεί να πεθάνει;") Φάρασ. -Παπαδ. Ήφ'ραμ' του ψοφημένου (Το βρήκαμε ψόφιο) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Του ψοφά το γαϊρίδι 'σ' το λύκο τζ̑ο φοβείται (Το γαϊδούρι που ψοφά δεν φοβάται τον λύκο˙ Ο φτωχός ή χρεωκοπημένος δεν φοβάται τις απειλές των δανειστών ότι θα τους πάρουν ό,τι έχουν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ασ' το ψοφισμένο το πρόβατο άλειμμα ντε βγαίν' (Από το ψόφιο πρόβατο βούτυρο δεν βγαίνει˙ Δεν μπορείς να αποκομίσεις τίποτα από κάτι που είναι εντελώς αχρηστευμένο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αραντι̂́ζ̑' ψοφισμέν' άλογα να βγάλ' τα πέτ-ταλά τ'νε (Ψάχνει για ψόφια άλογα για να βγάλει τα πέταλά τους˙ Για όσους προσπαθούν να ωφεληθούν από τις ατυχίες άλλων) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γκεμπερντώ
3. Μτφ., υποφέρω πάρα πολύ από κάτι, έχω φτάσει στο έσχατο όριο αντοχής Μισθ., Φάρασ. : Ψόφ'σα απ' λίψα (Ψόψησα στην δίψα) -Κοτσαν. Δώτσ̑ις τα τσ̑ιπ ση χώρα τσ̑αι σύ ψοφάς 'σ' την πείνα (Τα έδωσες όλα στους ξένους και εσύ ψοφάς από την πείνα) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. γκεμπερντώ, τραβώ, ζορλαντίζω